Το ρολόι στο κινητό μου δείχνει μεσάνυχτα, παίρνω μια βαθιά αναπνοή και πατάω το κουμπί της αποστολής.
Χρειάστηκε να μαζέψω όλο μου το θάρρος και να επαναλαμβάνω συνεχώς από μέσα μου ότι «ο τολμών νικά» για να πάρω την απόφαση να κάνω την πρώτη κίνηση.
Όταν μόνο η τόλμη μου δεν φάνηκε αρκετή, αντικατέστησα το «ο τολμών» με το «ο επιμένων» και συνέχισα ακάθεκτη τις προσπάθειες .
Πίστευα φανατικά ότι είναι ωραίο, χωρίς λογική, να επιμένει κανείς παρά τις αντιξοότητες.
Είναι σαν να βλέπεις ότι η μέρα είναι συννεφιασμένη αλλά βγαίνεις από το σπίτι χωρίς να πάρεις την ομπρέλα σου, ελπίζοντας ότι ξαφνικά θα βγει στον ουρανό ένας τεράστιος λαμπερός ήλιος.
Τόσο αλαφροΐσκιωτη ήμουν!
Έχει περάσει ήδη μια ώρα από το τελευταίο μήνυμα που του έστειλα το οποίο όπως φαίνεται θα μείνει και αυτό αναπάντητο.
Τι άλλο έπρεπε να κάνω;
Χρησιμοποίησα όποιο τρόπο μπορούσα για να τον πείσω.
Όμως παρά την επίμονη μου, ο φάκελος των εισερχομένων παρέμεινε άδειος.
Για ένα περίεργο λόγο και με μια μίξη έρωτα και εγωισμού όλη αυτή η σιωπή αντί να με κάνει να σταματήσω αποτέλεσε την αφετηρία για λίγη παραπάνω προσπάθεια.
Σε μια στιγμή διαύγειας άρχισα να αναζητάω τις διαφορές που έχει ο επίμονος από τον εμμονικό και ν’αναρωτιέμαι πόσες από τις φόρες που κατάφερε αυτό που πραγματικά επιθυμούσε δεν ήταν απλές παραχωρήσεις για να απελευθερώσει κάποιον από την προσπάθεια του.
Είναι τελικά η επιμονή αρκετή για να δώσεις σε κάποιον μια ευκαιρία;
Τα πόσα «όχι» ισούνται με ένα «ναι»;
Ή στα πόσα «δεν», σταματάς και το παίρνεις απόφαση;
Η μια σκέψη έφερε την άλλη και χωρίς να το καταλάβω βάζω τον εαυτό μου στην θέση του, πως θα αισθανόμουνα αν κάποιος με διεκδικούσε με τόσο πείσμα;
Στην αρχή κολακεία, ύστερα πίεση και στο τέλος οργή.
Άρχισα να σκέφτομαι όλες τις όμορφες στιγμές που είχαμε περάσει μαζί στο παρελθόν.
Στιγμές που δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να λερώσω στο δικό του μυαλό.
Κάποτε ήμουν η αγαπημένη του, ή έστω έτσι έλεγε.
Πως τολμούσα να μεταμορφωθώ σ’ένα παρολίγον βάρος;
Σε έναν κόμπο στο λαιμό που θέλει να απαλλαχτεί και δε μπορεί;
Αυτή η σκέψη με ταρακούνησε. Κυρίως όμως με τρόμαξε.
Μαζί της με πήρε ο ύπνος στον καναπέ.
Ακούω το κινητό μου να χτυπάει, ανοίγω σιγά – σιγά τα μάτια μου, πάλι αποκοιμήθηκα με την τηλεόραση ανοιχτή σε ένα κανάλι που δείχνει χιόνια.
Ψάχνω τη συσκευή ανάμεσα στα μαξιλάρια, η ώρα είναι τρεις το ξημέρωμα, η μπαταρία που κοντεύει στο μηδέν μου το υπενθυμίζει βγάζοντας ήχο.
Πατάω απενεργοποίηση και ετοιμάζομαι να κοιμηθώ.
Μα είναι παράξενο πράγμα, πως το κινητό και η καρδία άρχισαν να αποφορτίζονται συγχρονισμένα.