«Το πράγμα έχει φτάσει στο απροχώρητο.

Το ότι δέχτηκαν οι γονείς του Δημήτρη να μας φιλοξενήσουν προσωρινά, τώρα που έμεινε και αυτός άνεργος, με κάνει να αισθάνομαι το λιγότερο υπόχρεη, αλλά δεν γίνεται να κάνω συνέχεια υποχωρήσεις.

Εκτός του ότι χρειάστηκε να μετακομίσουμε στο παιδικό του δωμάτιο που από τη μια με κάνει να φρικάρω, βάλαμε όλα τα πράγματά μας σε αποθήκη, γιατί όπως μας είπαν δεν χωρούσε τίποτα στο διαμέρισμα. Άσε που δεν ταίριαζαν και με τη διακόσμηση.

Το θέμα με την τουαλέτα όμως, είναι η πραγματική τραγωδία. Τόσα άτομα μαζεμένα μέσα στο σπίτι δεν τη βρίσκεις άδεια ούτε για δευτερόλεπτο. Ακόμα και όταν είσαι η επόμενη στη σειρά για να μπεις, είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποιος θα χτυπήσει την πόρτα και θα σε διακόψει από ό, τι κι αν κάνεις.

Για το μπάνιο βέβαια χρειάζεται το λιγότερο να κλείσεις ραντεβού και εγώ αναγκάζομαι να πλένομαι μεσάνυχτα, με το ένα μάτι κλειστό, που είναι η μόνη ώρα που μπορεί να βρεις λίγη ησυχία και ζεστό νερό.

Το φαγητό είναι άλλη πονεμένη ιστορία. Απαραιτήτως νηστεία Τετάρτη και Παρασκευή λόγω θρησκείας, ενώ τα γλυκά είναι κομμένα μην πάθουμε ζάχαρο από τα τριάντα, το ίδιο και το αλάτι για την πίεση.

Τώρα θα μου πεις, γιατί δεν μαγειρεύω εγώ;

Μα που να προλάβω η καημένη. Κοιμούνται με τις κότες και αναγκάζουν και εμάς να μην βγάζουμε τσιμουδιά, πόσο μάλλον να ξενυχτήσουμε και ξυπνάνε πουρνό πουρνό, με το φαγητό της ημέρας να είναι έτοιμο από τις οχτώ το πρωί.

Δεν είναι όμως μόνο το μαγείρεμα που δεν προλαβαίνω. Από τη μια με στραβοκοιτάζει όποτε ξεφυλλίζω κάνα βιβλίο και από την άλλη οπότε προσφέρομαι να κάνω καμιά δουλεία μου λέει να καθίσω, γιατί δεν ξέρω τα κατατόπια και θα μας πάρει άδικα το διπλό χρόνο.

Ακόμα και τη μπουγάδα μου, δεν ξέρω που να την απλώσω. Δεν μπορώ να κρεμάσω σημαία όλα τα εσώρουχα μου στο μπάνιο, ούτε έξω στο μπαλκόνι.

Και τώρα που είπα μπαλκόνι έχουμε πήξει στα φυτά και δεν μπορώ να συνέλθω από το φτέρνισμα.

Η πραγματική μάχη όμως του σπιτιού γίνεται μπροστά από την τηλεόραση του σαλονιού, με τα προγράμματα που παίζονται στη διαπασών να είναι αγώνες, μέχρι και της γ’ εθνικής ή τριτοκλασάτα ριάλιτι.

Πάνε οι ξένες ταινίες σε πρώτη προβολή, πάνε και τα ντοκιμαντέρ με την άγρια δύση.

Όσο για το σεξ, μην τα ρωτάς καν. Τις μισές και παραπάνω φορές δεν μπορεί να αποδώσει γιατί σκέφτεται ότι θα μας ακούσουν οι δικοί του στο άλλο δωμάτιο και όταν η φύση δίνει επιτέλους το πράσινο φως, καταλήγουμε σε ένα ιεραποστολικό στα πεταχτά με τόση ησυχία, που προχθές νόμιζα πως άκουσα την μύγα που κυνηγούσα όλο το πρωί μέσα στην κρεβατοκάμαρα.

Έχουμε καταλήξει σαν δύο ξένοι που μας βάλανε στο ίδιο δωμάτιο στην κατασκήνωση. Και μετά μας ζητάνε και εγγονάκι. Τώρα που το σκέφτομαι ούτε καν πολύ φιλιόμαστε.

Τα παιδιά τι κάνουν; Έχουμε χάσει τους περισσοτέρους εμείς. Τώρα δεν μπορούμε να τους καλέσουμε κιόλας. Μόνο κάτι παλιοί συμμαθητές του Δημήτρη, που μένουν στη γειτονιά περνάνε πού και πού, άλλα δεν τους ξέρω και αποσύρομαι διακριτικά μετά το καλησπέρα.

Γιατί δεν του τα λέω όλα αυτά;

Οι καβγάδες μας έλειπαν, άσε που θα μας ακούσουν και οι δικοί του, θα γίνουμε περίγελος και θα πάρουν και το μέρος του. Δεν φταίει και αυτός στην τελική, αλλά η υπομονή έχει και τα όρια της.

Η τελευταία μου ελπίδα είναι να τον πάρουν στη δουλειά που του σύστησε ο Νίκος, για να μπορέσουμε σιγά σιγά να μετακομίσουμε.

Ακούω πόρτα, σε κλείνω, γιατί εχθές άρχισαν και οι μπηχτές ότι ήρθαν φουσκωμένοι οι λογαριασμοί από το νερό και το τηλέφωνο. Όποτε έχω νέα θα σου κάνω αναπάντητη να με πάρεις στο κινητό, γιατί το σταθερό δεν νιώθω ακόμα άνετα να το σηκώνω εγώ.

Θα τα πούμε, φιλιά. »

Συντάκτης: Μαρία Τριγώνη