Η στιγμή που θα χωριζόμασταν, δεν ήταν πια και τόσο μακριά.
Ο δρόμος του γυρισμού, γεμάτος αμήχανες σιωπές και ανούσιες κουβέντες που λέγονταν μόνο και μόνο για να καλύψουν το χρόνο και την απόσταση.
Και να που τώρα στεκόμασταν στην κορυφή της σκάλας, σιωπηλοί καθώς κοιταζόμασταν στα μάτια και σκεφτόμασταν ποιος να είναι άραγε ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει μια τέτοια βράδια.
Ενώ πίστευα πως ήμουνα καλά προετοιμασμένη για όλα αυτά που ήθελα διακαώς να του εξομολογηθώ αυτή τη νύχτα, τελικά καμία λέξη δεν ταίριαζε στο σκηνικό.
Το μόνο που τελικά μπόρεσα να ψελλίσω, ήταν πως ίσως έπρεπε να φύγει, γιατί η ώρα ήταν ήδη περασμένη.
Τα μάτια μου όμως, την ίδια στιγμή του φώναζαν «μείνε».
Και αυτή η φωνή, πρέπει να ‘ταν τόσο δυνατή, ώστε κατάφερε για μερικά δευτερόλεπτα να σταματήσει το χρόνο.
Και ‘κείνος με τη σειρά του, απρόθυμος ν’αποκωδικοποιήσει τα δεκάεδες σημάδια που του έστελνα, ανίκανος να εκφράσει ότι και αν αισθανόταν -άραγε να αισθανόταν τελικά τίποτα;- γυρίζει την πλάτη του και να κατεβαίνει τα σκαλιά.
Από ‘κείνο το βραδύ και για πολλά ακόμα, έβλεπα αδιάλειπτα το ίδιο όνειρο, εκείνον να φεύγει τρέχοντας μακριά μου με γυρισμένη την πλάτη και εμένα από το κεφαλόσκαλο να προσπαθώ να του φωνάξω όσα δεν τόλμησα τότε να πω, αλλά να μην βγαίνει η φωνή μου, να μην μπορεί να με ακούσει κανείς.
Άνθρωποι αδικαιολόγητα επιφυλακτικοί, χαμένοι ανάμεσα σε όσα επιθύμησαν και τελικά δεν τόλμησαν να πουν.
Εγκλωβισμένοι στον λαβύρινθο που μόνοι έχτισαν.
Ανεκπλήρωτοι έρωτες που με την πάροδο του χρόνου διογκώθηκαν και ωραιοποιήθηκαν ώσπου έγιναν πληγές ανοιχτές που δεν επουλώνονται πραγματικά, μόνο υποτροπιάζουν και ματώνουν με την πρώτη ευκαιρία.
Δευτέρες σκέψεις, ενοχές, τύψεις, απωθημένα.
Ζωές παράλληλες που συναντήθηκαν σ’ένα σημείο της πορείας τους και στην πορεία χάθηκαν.
«Πρέπει» που επιβλήθηκαν άκομψα στα «θέλω».
«Όχι» που νίκησαν τα «ναι».
Σκέψεις τολμηρές που ακολουθήθηκαν από άτολμες πράξεις.
Αποφάσεις και σχέδια που κατέληξαν κλειδωμένα σε συρτάρια.
Εκμυστηρεύσεις από καρδιάς που παίζονταν στο μυαλό μας σε επανάληψη, χωρίς να βρουν ακροατή.
Ανεξήγητοι φόβοι που μας ανάγκασαν να μείνουμε στάσιμοι στο έδαφος, ενώ φανταζόμασταν πως πετάμε ψηλά.
Νύχτες με αϋπνία και γκρίζα πρωινά.
Σιωπηρά κλάματα αντί για τρανταχτά γέλια.
Μάτια φλύαρα και χείλη βουβά.
Σε όλα αυτά λοιπόν, προτείνω να τους ανάψουμε μια φωτιά, που η φλόγα της να είναι τόσο δυνατή, ώστε να καταφέρει τελικά να μας λυτρώσει απ’όσα μας βασανίζουν αλύπητα για τόσο καιρό .
Με τη στάχτη τής, να βάλουμε τα θεμέλια για μια ολοκαίνουργια αρχή πλημμυρισμένη στο φως.
Ανοίξτε τις κουρτίνες.