Αν το να λες αυτά που αισθάνεσαι είναι μια σύνθεση μεταξύ ευθύτητας και ντομπροσύνης, το να μπορείς να πεις επιτυχημένα υπονοούμενα δεν μπορεί παρά να είναι ένας συνδυασμός εξυπνάδας με μια δόση παρατηρητικότητας.

Θέλει να προσέχεις συνεχώς τι λέει ο άλλος, να θυμάσαι τις κουβέντες σας, ποια είναι αυτά που του αρέσουν και τι σιχαίνεται να κάνει. Να βρίσκεται συνεχώς το μυαλό σου σε εγρήγορση όταν είσαι κοντά του και ταυτόχρονα να αποθηκεύει οποιαδήποτε ενδιαφέρουσα πληροφορία, η οποία μπορεί να σου φανεί χρήσιμη στο μέλλον.

Το υπονοούμενο πρέπει όσο είναι ειδικό, να είναι κι άλλο τόσο γενικό. Να χτυπάει μεν στον επιθυμητό παραλήπτη το καμπανάκι ότι αναφέρεσαι σε εκείνον, χωρίς όμως να ανοίγεις τα χαρτιά σου στους υπόλοιπους. Και την ίδια στιγμή να του αφήνεις ένα ποσοστό αμφιβολίας για το αν τελικά ερμήνευσε το μήνυμα σωστά.

Γιατί αυτό που πραγματικά θέλεις να πετύχεις όταν χρησιμοποιείς παράδρομους κι όχι την κεντρική λεωφόρο για να φτάσεις στον προορισμό σου, είναι να καταφέρεις να μεταδώσεις στον άλλον αυτό που θες. Και ταυτόχρονα να του πετάξεις το γάντι για τη συνέχεια ώστε να κάνει εκείνος την επόμενη κίνηση και να δείξει ξεκάθαρα τις προθέσεις του. Κι όλα αυτά πάντα στο σωστό χρόνο, δοθείσας της κατάλληλης ευκαιρίας.

Το πρόβλημα όμως με τα υπονοούμενα είναι ότι ακριβώς επειδή κινούνται μέσα σ’ ένα πέπλο μυστήριου, δεν τα αντιλαμβάνεται σχεδόν ποτέ αυτός που πραγματικά απευθύνεσαι. Ο πρώτος που θα πιάσει το νόημα χωρίς να κοπιάσει κι ιδιαίτερα είναι τα κολλητάρι που ζει την ιστορία σε απευθείας σύνδεση.

Το πιο πιθανό είναι να έχει μάθει απέξω ολόκληρο το χρονικό των συζητήσεών σας απ’ τις πολλές φορές που τα έχεις επαναλάβει ζητώντας  συμβουλή. Άρα δε θα είναι καθόλου δύσκολο να αποκρυπτογραφήσει όλα αυτά που προσπάθησες να κωδικοποιήσεις. Συνήθως είναι και το πρόσωπο αυτό που θα συνεχίσει να ρίχνει λάδι στη φωτιά πετώντας μπηχτές πάνω στο θέμα, για να δώσει την ώθηση και να φτάσετε στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Στο γενικότερο πνεύμα της συζήτησης θα μπει όμως και κάθε φίλος που είναι λίγο πιο υποψιασμένος κι έχει καταλάβει την αλλαγή στον τόνο της φωνής σου και την αμηχανία σου όταν μιλάς σε ή για κάποιον. Ή αυτός που έχει την καλύτερη μνήμη κι έτσι θα συνδυάσει τα ανάλογα γεγονότα με τα συνθηματικά λεγόμενά σου.

Το παιχνίδι των υπονοούμενων όμως όπως τα περισσότερα πράγματα έχει και παράπλευρες απώλειες. Κατά αυτόν τον τρόπο καθετί που λες και γράφεις είναι μόνο ένα βήμα μακριά απ’ την παρερμήνευση. Γιατί μπορεί εσύ να θεωρείς πως αφήνεις πίσω σου αρκετά στοιχεία για την επίλυση του γρίφου «για ποιον μιλάει ο ποιητής», υπάρχει όμως πάντα ο κίνδυνος να θεωρήσει κάποιος άλλος ότι είναι αυτός το αντικείμενο του πόθου σου και να κάνει την κίνησή του.

Στη χειρότερη των περιπτώσεων βέβαια παίζει και το σενάριο ο πραγματικός ενδιαφερόμενος να πιστέψει ότι τα καψουροτράγουδα που ανεβάζεις με μανία ή τα απανωτά σαρδάμ που κάνεις με το που πλησιάζεις στην παρέα προορίζονται για άλλον και να κάνει τελικά βήματα πίσω αντί για μπροστά.

Κι ενώ το λογικό είναι να σταματήσεις τα μισόλογα και να πεις ξεκάθαρα αυτά που θέλεις, έρχονται εκείνες οι ματιές σας που μένουν σαστισμένες δευτερόλεπτα παραπάνω ή το Like που κάνει ξημερώματα σε τραγούδι που αφιερώνεις σ’ εκείνον, που σε κάνουν να πιστέψεις, πως ίσως τελικά τα υπονοούμενα να κάνουν τη δουλειά τους.

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Τριγώνη: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Μαρία Τριγώνη