Ζευγάρια που η γνωριμία τους θυμίζει κάτι από παραμύθι.
Αγόρι γνωρίζει κορίτσι, κορίτσι ερωτεύεται αγόρι, κάνουν δεσμό και όλα μοιάζουν πάνω τους αρμονικά πλασμένα.
Είναι αυτά ακριβώς τα ζευγάρια που όλοι οι υπόλοιποι τους βλέπουν και αρχίζουν να πιστεύουν σε μετενσαρκώσεις, προηγούμενες ζωές και θεωρίες για τα δύο μισά, που γίνονται ένα ολόκληρο. Τους ζηλεύουν, τους θαυμάζουν, συγκρίνουν τις σχέσεις τους με αυτούς και πολλές φορές καταλήγουν να χωρίζουν και εξαιτίας αυτής της σύγκρισης.
Ο καιρός όμως περνάει και αμείλικτος, όπως είναι πάντα, ξεκινάει σίγα-σίγα να διαβρώνει ακόμα και αυτό που φαίνεται τέλειο.
Αυτοί, όμως, πιστοί στη λέξη «παραμύθι», που έχει στιγματίσει όλη τους τη πορεία, συνεχίζουν να παραμυθιάζουν όλο τους το περίγυρο για το πόσο ονειρεμένα πάνε τα πράγματα αναμεταξύ τους, μα πάνω από όλα τον ίδιο τους τον εαυτό.
Τι και αν το σεξ έχει μειωθεί στο ελάχιστο και χρησιμοποιούν ακατάπαυστα τόσο γελοίες και εξόφθαλμες δικαιολογίες για να το αποφύγουν, τους αρκούσε που τα φιλικά ζευγάρια δεν ήταν το βράδυ στο κρεβάτι τους και αδυνατούσαν να προβλέψουν το παγόβουνο που πηγαίναν ολοταχώς να τρακάρουν.
Ούτε ότι μείωσαν τις εξόδους τους στο ελάχιστο τους απασχολούσε ιδιαίτερα, ούτε ότι αργούσαν επίτηδες και οι δύο να γυρίσουν σπίτι από τη δουλειά, για να μειώσουν όσο μπορούσαν το χρόνο που ήταν μαζί στον ίδιο χώρο.
Σπρώχνουν τα προβλήματα τους διακριτικά σα σκόνη κάτω από τα χαλιά, λες και αυτή θα αργούσε στο τέλος να γίνει βουνό και να τους πνίξει.
Έτρωγαν αντικριστά χωρίς να βγάζουν άχνα και ύστερα, λες κι ήταν υπνωτισμένοι, κάθονταν στο καναπέ και χάζευαν τηλεόραση για το υπόλοιπο της νύχτας. Δε μιλούσαν πια για τίποτα παραπάνω, από τα μηχανικά καθημερινά τους θέματα.
Είχαν, όμως, γίνει τόσο καλοί στην υποκριτική, που ακόμα και αν άκουγαν για πρώτη φορά τις ιστορίες που διηγούταν το έτερον ήμισυ με στόμφο μπροστά στις κοινές τους παρέες, αυτοί παρίσταναν ότι την ήξεραν απ’ έξω και ανακατωτά, μα συγκρατούνταν να μην ξεφουρνίσουν το τέλος και χαλάσουν την αγωνία.
Προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να μην υποψιαστούν οι άλλοι τα προβλήματα τους που όλο και μεγάλωναν, ώστε να μη χάσουν τον θαυμασμό και τα κοπλιμέντα τους.
Φοβισμένοι να αποδεχτούν πως αυτό που αποκαλούσαν όλοι αψεγάδιαστο είχε αρχίσει κιόλας να ρυτιδιάζει, συνέχιζαν ευλαβικά το ρεπερτόριο τους σε γιορτές, Κυριακές και αργίες.
Κι ο κόσμος είχε τόσο ανάγκη από ένα ρομάντζο ακόμα και αν ήταν ψεύτικο, που τους έδειχνε τόση αποδοχή, ώστε ήταν η πέμπτη χρόνια που ανέβαζαν το έργο τους, ανελλιπώς.
Μα, όπως σε όλες τις παραστάσεις, έρχεται η ώρα που πέφτει η αυλαία και οι πρωταγωνιστές οδηγούνται στην πολύ αναμενόμενη κάθαρση.
Στην αρχή οι θεατές θα απορήσουν, θα νιώσουν να πέφτουν από τα σύννεφα, μα όσο ο καιρός θα περνάει, θα αρχίσουν να αποκρυπτογραφούν όλα εκείνα τα σημάδια που έδειχναν πως κάτι, κάπου, δεν πήγαινε καλά μ’ αυτούς τους δύο.
Γιατί το τέλος σε μια σχέση σαν και αυτή έχει προ πολλού επέλθει, μένει όμως κάθε φορά να φανεί ποιος από τους δύο είναι ο πιο δυνατός, που θα σηκωθεί πρώτος από το βάλτο που έχουν βουλιάξει, θα πιάσει το στυλό και θα βάλει την ριμάδα την τελεία.
Είναι η στιγμή που ένας από τους δύο ξυπνάει ένα πρωινό και βλέπει – ή μάλλον αποδέχεται – την αλήθεια.
Ερωτεύεται κεραυνοβόλα κάποιον άλλον, παθαίνει κρίση μέσης ηλικίας ή πνίγεται στην προοπτική μιας σοβαρής και μακροχρόνιας δέσμευσης και εγκαταλείπει τον θίασο.
Η οθόνη τότε θα δείξει μαύρο και θα εμφανιστεί το «the end» με μεγάλα γράμματα.
Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα, μα χωριστά.