Το καλοκαίρι είναι χωρίς αμφιβολία η αγαπημένη εποχή των περισσότερων ανθρώπων, και συνήθως αυτή η προτίμηση, έχει καθοριστεί απ’ όταν ήμασταν ακόμη μικρά παιδιά.

Με τα σχολεία κλειστά και τα παιδιά ελεύθερα, το καλοκαιράκι γινόταν ο μύθος όλης της υπόλοιπης χρονιάς και όπως είναι φυσικό, κάθε μύθος έχει τις δικές του προσωπικές ιεροτελεστίες.

Έτσι, με τις πρώτες ζέστες, έκαναν και την εμφάνισή τους οι ίδιες συνήθειες, που μας συντρόφευαν πιστά στην διάρκεια των παιδικών μας χρόνων, πανταχού παρούσες σε όλα μας τα βήματα.

Από το μέτρημα των παγωτών και τον συναγωνισμό του ποιος θα φάει πρώτος αυτή τη σεζόν, μέχρι τον αριθμό των θαλασσινών μπάνιων, που υπολογίζουμε ακόμα και σήμερα και αραδιάζουμε σε κάθε ευκαιρία, όταν ακούμε κομπλιμέντα για το μαύρισμα που έχουμε πετύχει.

Δεν ήταν όμως μόνο οι αριθμοί που στιγμάτισαν τις πιο ξέγνοιαστες στιγμές της ζωής μας. Παιχνίδια χωρίς σταματημό σε πάρκα και πλατείες γέμιζαν όλα μας τα απογεύματα, τότε που ο υπολογιστής και η τηλεόραση ήταν λέξεις άγνωστες ή μάλλον αδιάφορες.

Με το κρυφτό να αποτελεί την πρώτη μας επιλογή στο τομέα ψυχαγωγία, βρισκόταν πάντα κάποιος από την παρέα με την πλάτη γυρισμένη και τα μάτια κλειστά να μετράει δυνατά ανά πέντε ως το εκατό. Η συνέχεια γνωστή: ψάξιμο σε στενά και περάσματα και ανελέητο κυνηγητό για να βρεθεί ποιος θα είναι ο επόμενος που θα τα φυλάει,

Οι παιδικές χάρες είχαν και αυτές την τιμητική τους. Γέλια μέχρι δακρύων στις κούνιες χωρίς πλάτη, άχαρες πτώσεις από πλαστικές τσουλήθρες, τραμπάλα παρέα με φίλους και κολλητούς.

Και ήταν λίγα μόνο χρόνια αργότερα, που τα ίδια ακριβώς μέρη, ξανά έγιναν στέκια σου, αυτή τη φορά, για τελείως διαφορετικούς λόγους, αφού συνόδεψαν κάποιες από τις πρωτιές της εφηβικής ζωής σου.

Πρώτα ραντεβού, πρώτα φιλιά, πρώτα «σ’ αγαπώ», πρώτα «χωρίζουμε».

Μια από εκείνες τις συνήθειες που δεν πρέπει με τίποτα να ξεχάσεις, είναι και που καθόσουν με τις ώρες και μετρούσες τα αστέρια. Ακροπατώντας σε γυριστές σκάλες πολυκατοικιών, έφτανες στην κορυφή, σε τσιμεντένιες ταράτσες και κοιτούσες μπροστά σου ολόκληρη την πόλη στα πόδια σου.

Υστέρα ξάπλωνες κάτω ανάσκελα και ξεκινούσες με το δάχτυλο την απαρίθμηση. Κι ας φώναζε η μαμά σου φώναζε ό,τι της είχε μάθει και η δική της μητέρα, πως δηλαδή δεν είναι σωστό να μετράς τα άστρα γιατί θα γεμίσει όλο σου το σώμα με σπυριά.

Ακόμα και όταν έφευγες τελικά από την πόλη για να πας στο χωριό του παππού και της γιαγιάς για διακοπές, γέμιζες και πάλι την βαλίτσα σου με όλη τη ρουτίνα που είχες ταιριάξει με εκείνο το περιβάλλον, με τις ατελείωτες βόλτες με το ποδήλατο στους ήσυχους δρόμους, να γίνονται καθημερινότητα.

Ήταν, βλέπεις, η καλύτερη εξάσκηση και σε έκαναν να ξεφορτωθείς γρήγορα τις βοηθητικές και να πηγαίνεις με άνεση στις ανηφόρες και ισορροπία στις κατηφόρες και να κυκλοφορείς με περηφάνια το Σεπτέμβριο πίσω στην γειτονιά σου.

Μα η πιο γλυκιά συνήθεια του παιδικού σου καλοκαιριού ήταν η προετοιμασία για την κατασκήνωση και η πρώιμη γεύση ανεξαρτησίας, που γευόσουν. Οι καινούργιες φιλίες που δημιουργούσες, οι περσινές που ξανασυναντούσες και όλες οι άλλες ευφάνταστες ασχολίες που γέμιζαν τη μέρα σου.

Για τον λόγο αυτό, τώρα που τα χρόνια έχουν πια περάσει και έχεις υιοθετήσει άλλες καλοκαιρινές τελετουργίες, που περιλαμβάνουν συνήθως ξενύχτι και ποτό, βρες το χρόνο και πρόσθεσε μια από τις παλιές, έτσι για να μπορέσεις νιώσεις και πάλι, για λίγο παιδί.

Συντάκτης: Μαρία Τριγώνη