Γεννήθηκα στη ντάλα του καλοκαιριού, στα μισά του μήνα με την ωραιότερη πανσέληνο και προίκα το τραγούδι-ύμνο του αείμνηστου Νίκου Παπάζογλου. Όπως λοιπόν καταλαβαίνεις, δε χρειάστηκε ποτέ κανείς να με ρωτήσει, ποια είναι η αγαπημένη μου εποχή μέσα στο χρόνο.
Λίγο ότι ήμουνα από μικρό παιδί κρυουλιάρα κι αντιπαθούσα το χειμώνα, λίγο ότι ήμουν και είμαι νυχτοπούλι και δεν άντεχα το πρωινό ξύπνημα που πήγαινε σετ με τα μαθητικά τα χρόνια, πάντα προτιμούσα, τους καλοκαιρινούς μήνες του έτους.
Σαν όμως να ήθελε κάποιος να κάνει την ανατροπή στο σκηνικό της ζωής μου, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έχω ερωτευτεί ποτέ καλοκαίρι. Το ίδιο συνέβη και μ’ εσένα. Βροχή, αστραπές και βροντές συνόδευαν το τρελό καρδιοχτύπι που μ’ έπιανε όταν σε έβλεπα μπροστά μου.
Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει, το ίδιο έγινε και με τα αισθήματα μου και φτάσαμε αισίως στο σήμερα, όπου μέσα κι έξω έχει πιάσει για τα καλά καύσωνας.
Τώρα λοιπόν, που το ημερολόγιο δείχνει επιτέλους Αύγουστο, θέλω να σου εκμυστηρευτώ όλα αυτά τα σχέδια που κάνω στα κρυφά, για το πώς θέλω να ζήσουμε αυτές τις τριάντα μέρες που μας απομένουν πριν μπει κι επισήμως φθινόπωρο.
Ξέρεις, υπάρχει κι αυτή η Μαρία, η ευαίσθητη και η ρομαντική μέχρι αηδίας, που την κλειδώνω φιμωμένη στα βάθη του μυαλού μου, μην πεταχτεί άξαφνα μπροστά σου και τρομάξεις.
Θέλω λοιπόν, να σε βλέπω όσα περισσότερα βράδια μπορώ και να κόβουμε βόλτες στο κέντρο της πόλης. Μ’ ένα χωνάκι παγωτό μηχανής στο χέρι, να διασχίζουμε περπατώντας Σύνταγμα, Μοναστηράκι, Θησείο και όταν φτάσουμε στην Πλάκα, να σταματήσουμε για λίγο να ακούσουμε τις ορχήστρες, που παίζουν ρεμπέτικα και λαϊκά στις ταβέρνες στ’ Αναφιώτικα.
Κι αυτήν τη φορά να μην χρειαστεί να ταυτιστώ με τους στίχους από το «Απόψε θα ‘θελα» του Μητροπάνου, γιατί εσύ θα είσαι ήδη εκεί, δίπλα μου.
Να συχνάζουμε σε θερινά σινεμά, να με κάνεις ν’ αγαπήσω όλες αυτές τις κουλτουριάρικες ευρωπαϊκές ταινίες, που δεν χορταίνεις να βλέπεις και που πάντα για κάποιο λόγο μ’ εκνεύριζαν.
Τις υπόλοιπες μέρες θέλω να βολτάρουμε αγκαζέ στην παραλιακή ή εκεί κοντά στο λιμάνι, να καθόμαστε οκλαδόν στα παγκάκια, τρώγοντας πασατέμπο και τραγουδώντας τόσο παράφωνα που να κινδυνεύει να εκκενωθεί ολόκληρη η περιοχή.
Τις φορές που θα είσαι κουρασμένος ή θα βαριέμαι να κουνηθώ από το σπίτι, θα αράζουμε με δύο πλαστικές καρέκλες στο μπαλκόνι. Με το λάπτοπ να παίζει την αγαπημένη μας μουσική για χαλί κι ένα ποτήρι παγωμένο κρασί, θ’ αρχίσουμε να λέμε όλα αυτά που παραλείψαμε τόσο καιρό.
Η ώρα θα περνάει γρήγορα και λίγο πριν ξημερώσει, θα μπαίνουμε μέσα στο σπίτι, μπας και γλιτώσουμε από τα κουνούπια που μας τσιμπάνε αλύπητα στα πόδια. Θ’ ανοίγεις το ψυγείο να πιεις νερό κι εγώ θα κυνηγάω να σε μπουγελώσω με το μισοάδειο μπουκάλι, που πάντα ξεχνάς να γεμίσεις.
Τα Σαββατοκύριακα θα πηγαίνουμε εκδρομές, θα μου δείχνεις από κοντά όλες αυτές τις παραλίες, που έχω δει σε φωτογραφίες σου και θα είσαι ο μόνος άνθρωπος, που δε θα μ’ εκνευρίζει όταν προσπαθεί να μου μάθει πώς να κολυμπάω.
Τα βράδια θα αισθάνομαι πιο ερωτευμένη από ποτέ με την πάρτη σου, περισσότερο απ’ όσο είμαι τώρα και δε θα με νοιάζει αν έξω έχει 40 βαθμούς, θα τυλίγω τα πόδια μου σφιχτά γύρω σου και θα κοιμάμαι χωμένη στην αγκαλιά σου με τη μυρωδιά από το αντηλιακό σου να τρυπώνει στη μύτη μου.
Κι όταν έρθουν τα γενέθλιά μου, με την τούρτα να στέκει μπροστά μου, μάρτυρας όλων των χρόνων που έχω ήδη στην πλάτη μου, να μην ξέρω τι άλλο να ευχηθώ την ώρα που θα σκύψω να σβήσω τα κεριά μου.
Λοιπόν, τι λες; Ξεκινάμε από απόψε να ζήσουμε το καλύτερο καλοκαίρι της ζωής μας;