Περνούν τα χρόνια, δίχως να το καταλαβαίνεις και νιώθεις το χρόνο σου να λιγοστεύει· δεν είναι που μεγάλωσες πολύ, είναι οι γρήγοροι ρυθμοί της ζωής, οι υποχρεώσεις που αυξάνονται, εκείνα που θες να κάνεις και που θες να ζήσεις. Πράγματι, το εικοσιτετράωρο μοιάζει κουτσουρεμένο στο τέλος της ημέρας.
Θες να προλάβεις να τα χωρέσεις όλα σε μια ζωή που σ’ έμαθαν να τη φοβάσαι. Τη φοβάσαι, γιατί θα τελειώσει, σου είπαν, και το άγχος που σου φύτεψαν σου παίρνει με το ζόρι την ευχαρίστηση.
Μαζί με το χρόνο, φοβάσαι και τον έρωτα, που είναι ο φοβερότερος κατακτητής του· αυτός, που αν κυριεύσει το χρόνο σου, σου προκαλεί αδράνεια σε όλους τους τομείς της ζωής.
Είναι φορές που νιώθεις πως το χρόνο σου τον σπατάλησες, τον άφησες να ρέει άφθονος και, τελικά, να χυθεί σε τρύπια δοχεία. Πριν τον ρίξεις μέσα σ’ αυτά, δεν έλεγξες αν είναι ελαττωματικά, δεν υπολόγισες την αντοχή τους. Λίγο σ’ ένοιαζε, έλεγες, τα ρίσκα είναι το φόρτε σου.
Είναι ο χρόνος που άφησες να κυλήσει άσκοπα, όταν περιπλανιόσουν, όταν διέσχιζες δρόμους για να φτάσεις σε προορισμούς ανύπαρκτους. Οι φορές εκείνες που έτρεχες, να προλάβεις μα φτάνοντας εκεί δε σε περίμενε κανείς.
Οι ώρες που αφιέρωσες εξηγώντας, αφού βούτηξες τα λόγια σου καλά στο μυαλό σου· μα τα λόγια χάνονται, πόσο μάλλον αν δεν κέρδισες την πολυπόθητη προσοχή εκείνου που σ’ ενδιέφερε.
Οι σκέψεις που έκαιγαν το μυαλό, οι εσωτερικοί μονόλογοι μέχρι να τα βρεις με τον εαυτό σου, οι αναδρομές σε όσα έχουν γίνει και ειπωθεί. Σου κατάπιναν το χρόνο όλα αυτά και τώρα, λες πως, δε σου φτάνει.
Πάντα πάλευες να εξηγήσεις, να καταλάβεις, να δεις πίσω απ’ τα προφανή, να τους κάνεις να νιώσουν, να το ζήσεις. Στον προϋπολογισμό σου, όμως, δεν έβαλες την κατασπατάληση του πολυτιμότερού σου αγαθού, του χρόνου σου. Αντιλαμβάνεσαι πόση μεγάλη αξία παρέβλεψες;
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δε χρέωσες κανέναν για το χρόνο που διέθεσες· δικός σου είναι, άλλωστε, εσύ καθορίζεις πού θα τον ξοδέψεις. Πόσες φορές, όμως, θα αντάλλαζες τις ανούσιες σπατάλες σου με ασχολίες πιο ποιοτικές; Πολλές, που μάλλον θα φοβάσαι να τις παραδεχθείς· είναι ο εγωισμός κι η υπερηφάνεια, καμιά φορά, του ανθρώπου, που τον κάνουν ν’ αφήνει στους άλλους τις ευθύνες για όσα έζησε -ή όσα δεν έζησε- και για το χρόνο που έχασε.
Απ’ την άλλη πλευρά, αυτή η αλόγιστη, ενίοτε, δαπάνη του χρόνου σου, σ’ έκανε να τον εκτιμήσεις. Αν δεν τον είχες αφήσει να τρέξει άσκοπα κάποτε, τώρα δε θα τον πρόσεχες σαν θησαυρό, δε θα μπορούσες να συνειδητοποιήσεις την αξία του.
Ο χρόνος ποτέ δε θα ‘ναι αρκετός για να μετανιώνεις, δε θα ‘ρχεται πίσω για να κάνεις όσα δεν έκανες· διασκευές στην ιστορία σου δε γίνονται. Δε θα σου φτάνει για να ζητάς να σε συγχωρέσουν, για να πεις αυτά που θες, για να ονειρευτείς. Δε θα σε περιμένει ο χρόνος, μην τον έχεις δεδομένο. Το ξέρεις, πως αν φύγει δε γυρνά, γι’ αυτό δεσμεύτηκες στο εξής να τον υπολογίζεις.
Δε θα τον διαθέτεις πια σε άσκοπες φλυαρίες, αβάσιμες γνώμες, άγευστα περιεχόμενα. Δε θα τον σπαταλήσεις σε συζητήσεις που ξέρεις ότι θα καταλήξουν στο ίδιο σημείο, απ’ το οποίο άρχισαν. Δε θα τον ξοδεύεις σε πράξεις που δε θες να προβείς, επειδή «πρέπει» ή επειδή κάποιος άλλος τολμά να ορίζει για σένα. Δε θα δεχθείς να βρίσκεσαι σε δεύτερες θέσεις, δε θα αναλωθείς στα φαινόμενα· θα κοιτάξεις την ουσία κι αν δεν υπάρχει, φεύγεις, βιάζεσαι!
Την ενέργειά σου και τον πολύτιμο χρόνο σου να τα κρατάς για τα ουσιαστικά, γι’ αυτά που αξίζουν, που κάτι θα αποφέρουν, που θα μείνουν. Να τον δίνεις το χρόνο σου, εκεί που λιώνουν να τον κερδίσουν· όχι σ’ αυτούς που ξέρεις ότι θα τον παρατήσουν στο καλάθι με τ’ άχρηστα αντικείμενα.
Ο χρόνος σου είναι η ζωή σου, οι αναμνήσεις σου, οι επιλογές σου, οι άνθρωποι κι οι στιγμές που σε σημάδεψαν, αυτά που θα σου έρθουν στη ζωή σου. Ο χρόνος σου είσαι εσύ, η ύπαρξή σου, η ψυχική κι η σωματική. Όσα έφυγαν, δε γυρνάνε πίσω· το μέλλον σου, όμως, κι ο χρόνος σου σου ανήκουν.
Πάντα αυτός θα βγαίνει νικητής στη μάχη με τη ζωή, με τον έρωτα, στη μάχη με σένα. Μα αν αντιληφθείς τη σημασία του και τον γεμίσεις μ’ όσα έχουν για ‘σένα αξία, δε θα σε νοιάζει, τελικά, ποιον θα στολίσει το δάφνινο στεφάνι.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Σουργιά: Πωλίνα Πανέρη