Μας αρέσει η αλήθεια, λέμε, τη ζητάμε και συνήθως την απαιτούμε απ’ τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν. Θέλουμε να μας λένε στα ίσια όσα νιώθουν κι όσα σκέφτονται, να μη φιλτράρουν λόγια και πράξεις, πριν τα ξεστομίσουν και πριν προβούν σ’ αυτές αντίστοιχα. Θέλουμε να ‘μαστε σίγουροι ότι είναι αληθινοί κι αυθόρμητοι.
Πράγματι, αυτοί οι άνθρωποι, οι ξηγημένοι, είναι οι αυθεντικότεροι όλων. Θα σου πασάρουν τη γνώμη τους είτε το θέλεις είτε όχι και -το κυριότερο- είτε σου αρέσει είτε όχι. Θα εκφράσουν τι θέλουν από ‘σένα, θα σου φερθούν όπως σου αξίζει. Εκείνα που θα πουν θα τα εννοούν. Εύκολα θα σε γοητεύσουν με την αλήθεια τους -όταν αυτή είναι εκ φύσεως όμορφη-, αλλά με την ίδια άνεση θα σε κάνουν να τους σιχαθείς, όταν αυτά που θα ακούσεις ή θα δεις, δε θα έχουν καμιά σχέση με τα προσδοκώμενα.
Οι ξηγημένοι κι οι αληθινοί δε θα φοβηθούν να σου πουν «όχι» ή ότι δεν είναι σύμφωνοι με τις ενέργειές σου. Πολύ πιθανόν να σε επικρίνουν ενώπιόν σου, όχι επειδή αυτοί είναι καλύτεροι, απλά γιατί έτσι νιώθουν κι έχουν μάθει να μην κρύβονται. Θα σου σερβίρουν με τον πιο ωμό κι άμεσο τρόπο την αλήθεια τους. Η επεξεργασία της σκέψης τους και της έκφρασής της δεν είναι το φόρτε τους· εκπαιδευμένοι σ’ αυτά είναι οι δήθεν κι οι ψεύτικοι, με τις επιτηδευμένες συμπεριφορές.
Οι ξηγημένοι δε θα βρουν δικαιολογίες για να καλύψουν τις επιλογές τους ούτε θα φοβηθούν για την αντιμετώπιση που θα έχουν από ‘σένα ή τον οποιονδήποτε. Γνωρίζουν πόσο σκληρό είναι το υλικό απ’ το οποίο φτιάχτηκε η αλήθεια, ξέρουν την αξία της και δεν επιχειρούν άσκοπα την απόκρυψη ή παραποίησή της. Αν τους ρωτήσεις για τις επιλογές τους ή την όποια συμπεριφορά τους, ξέρουν καλά και το λόγο που τους οδήγησε σ’ αυτές κι όλους τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκαν οι υπόλοιπες.
Ακριβώς επειδή δεν κρύβονται και τα βγάζουν όλα αβίαστα στην επιφάνεια, τα πράγματα γι’ αυτούς είναι πολύ απλά. Δε θα κοπιάσουν προσπαθώντας να κρυφτούν πίσω από λόγια καλοχτενισμένα. Ξέρουν πως τα δήθεν δεν είναι τίποτα παρά μια φούσκα, που στο τέλος μόνο απογοήτευση μπορεί να φέρουν απ’ την απώλεια αέρα, την έλλειψη της αλήθειας.
Κι ενώ λες πως με τέτοιους ξεκάθαρους ανθρώπους θες να συναναστρέφεσαι, όταν τους συναντάς σπεύδεις να τους χαρακτηρίσεις απότομους, ωμούς, αγενείς. Δεν εκτιμάς το γεγονός ότι δεν παίζουν με το μυαλό σου και σου παρουσιάζουν εμφανώς τι θέλουν, πώς το θέλουν, γιατί το θέλουν.
Προτιμάς τους άλλους, που δεν έχουν αυτή τη μαγκιά, που φοβούνται να μιλήσουν ανοιχτά κι ας σ’ έχουν στα μαύρα σκοτάδια. Εκείνους επιλέγεις, που τα λόγια τους τα αναμασούν πριν στα δώσουν, για να ‘ναι πιο εύπεπτα.
Όπως και να το κάνεις, κρύβουν μια μαγκιά οι ανοιχτές κουβέντες, οι ξεκάθαρες. Αυτή τη σπουδαία δύναμη την έχουν κι οι άνθρωποι αυτοί, των οποίων οι πράξεις ακολουθούν τα λόγια. Τα λόγια τους δεν τα ευτελίζουν και δεν τ’ αφήνουν απλώς να αιωρούνται. Δεν υπάρχουν υπότιτλοι κι υπονοούμενα γι’ αυτούς· ό,τι οφείλουν να σου πουν, σου το ‘χουν μες στην κύρια πρόταση.
Κι εσύ, χωρίς να το συνειδητοποιείς ίσως, όσο ξινίζεις μ’ αυτούς, έλκεσαι απ’ τους γλοιώδεις. Απ’ όλους αυτούς που θα σου φερθούν δήθεν με το γάντι μα το φτυάρι το ‘χουν εύκαιρο για χάρη σου ανά πάσα στιγμή. Γουστάρεις εκείνους που τα σχόλια, τις απόψεις, τα θέλω τους, τα ντύνουν περίτεχνα για να σ’ αρέσουν κι ας γελιέσαι.
Γιατί, τελικά, αυτήν την αλήθεια θέλουμε· τη στολισμένη με ψευτομπιζού, τη μακιγιαρισμένη, που ‘ναι σάπια από μέσα. Τη γυμνή αλήθεια τη φοβόμαστε. Μας ξυπνάει ανασφάλειες, προκαλεί δυσαρέσκεια, έχουμε ήδη καλλιεργήσει άμυνες απέναντί της κι απέναντι στους ανθρώπους που την έχουν μέσα κι έξω τους.
Τρέμουμε στην ιδέα εκείνων που δε θα μας καλοπιάσουν, αλλά θα μας πουν αυτά που θα ‘πρεπε να ‘χουμε ακούσει από καιρό. Δεν τους θέλουμε, γιατί εκείνα που θα χρειαστεί ν’ ακούσουμε κάποια στιγμή, ίσως να μην είναι βολικά κι εμείς τη ζαχαρένια μας δε θέλουμε να τη χαλάμε.
Αν με ρωτάς, αυτούς τους ανθρώπους αξίζει να τους έχεις, να τους θαυμάζεις, ν’ αλληλεπιδράς μαζί τους, να κλέβεις πού και πού λίγη απ’ την ντομπροσύνη και τη μαγκιά τους. Πριν τους εκτιμήσεις, όμως, θα χρειαστεί να μάθεις να τους ξεχωρίζεις. Πράγμα δύσκολο, σ’ έναν κόσμο που βρομάει, αλλά ξέρει καλά ν’ αρωματίζεται.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη