Μάθαμε από μικροί να κατηγορούμε την κοινωνία, τις κυβερνήσεις, τους συνανθρώπους μας, τους άλλους γενικότερα, γι’ αυτά που ζούμε. Σαν φυσικά όρια δεχόμαστε εκείνα που πιστεύουμε ότι μας έχουν επιβληθεί από τρίτους, από εξωγενείς παράγοντες. Η δυσαρέσκεια για τα πάντα γύρω μας έχει ξεχειλίσει, όμως εμείς τη συνηθίσαμε και συμβιβαζόμαστε.

Μάθε, λοιπόν, πως μόνος σου εγκλωβίστηκες στα δεσμά του μυαλού σου, μόνος σου έβαλες τα όρια στον εαυτό σου. Τον απενοχοποίησες για τη ζωή σου, που γκρινιάζεις πως είναι λίγη, άσκοπη και φτηνή. Κάθε φορά που κάτι τον δυσαρεστεί, ρίχνει τις ευθύνες αλλού. Αρνείται ν’ αναλάβει το δύσκολο έργο της παραδοχής λαθών, αρνείται να δει πού φταίει o ίδιος. Ξέρεις καλά να τον καλοπιάνεις.

Πράγματι, το δάχτυλο ποτέ δεν το γυρίσαμε σ’ εμάς. Ποτέ δε συνειδητοποιήσαμε πως τον κόσμο όπου ζούμε, τον φτιάχνουμε εμείς. Κανένας εξωτερικός παράγοντας δε στήθηκε μόνος του· καμία κοινωνία, καμία δουλειά, καμία υπηρεσία, κανένα περιβάλλον, καμία ανθρώπινη σχέση και καμία συνθήκη δεν έγινε μόνη της. Κι επιπλέον, τίποτα απ’ αυτά δε μας περιορίζει, τίποτα πέρα από εμάς τους ίδιους. Αυτοπεριορισμός, που προέκυψε ακολουθώντας τα πρότυπα, τα «πρέπει», τις κοινές αντιλήψεις, αυτά που μας επιβάλλει το μυαλό.

Το μυαλό σου είναι αυτό που σε ταλαιπωρεί κι υψώνει φράχτες. Αυτό σου φταίει, που πάντα θα ‘ναι ανικανοποίητο σ’ όποιες συνθήκες κι αν ζεις, που έμαθε να κάνει απωθημένα τις επιθυμίες σου, να καταθέτει τα όπλα όταν έχει ν’ αντιμετωπίσει τους φόβους σου.

Το μυαλό σου, που καταπίνει την τροφή αμάσητη, που σε παγιδεύει με σκέψεις στο παρελθόν, που σε κάνει καχύποπτο για όλα και σου στερεί στιγμές, που σου κλέβει την ενέργεια καθημερινά, όταν ασχολείται με μικρότητες και χάνει το νόημα. Εκείνο ευθύνεται, που αρνείται να δεχτεί το διαφορετικό, που είναι κάθετο σε όσα πιστεύει, καταδικασμένο, τελικά, να βασανίζεται και να βασανίζει.

Σε βάλτους έχει μπει με τα μπούνια κι αντί να βρει τρόπο να βγει, βουλιάζει όλο και πιο βαθιά. Δε συνειδητοποιεί την ευθύνη του και δεν ξέρει τον τρόπο ν’ αλλάξει. Μα και να σου υποδείκνυαν τον τρόπο, και με το κουτάλι να σου τον έδιναν, πάλι δε θα έριχνες τους φράχτες σου. Πάλι θα φοβόσουν και θα ‘κανες πως δεν καταλαβαίνεις.

Αλήθεια, πόσες φορές παραδόθηκες στο μυαλό σου, που σου σφύριξε υποταγή στους φραγμούς και τα όριά του; Πόσες φορές έκανες πράγματα που δεν ήθελες να κάνεις, υπέκυψες σε πειρασμούς, υιοθέτησες συνήθειες που τίποτα δεν προσέφεραν, προσποιήθηκες ότι ήσουν κάποιος άλλος;

Πόσες φορές σου ξίνισε το διαφορετικό, σου έκατσε βαρύ στο στομάχι και τελικά το ξέρασες τόσες φορές, όσες το κατέκρινες; Πόσες φορές δεν έκανες εκείνο που γούσταρες γιατί δε σ’ άφησε το μυαλό σου; Παρέμενες σε ανεπιθύμητες συνθήκες ζωής, καταστάσεις και σχέσεις, γιατί τα δεσμά σου σκλάβωναν την ψυχή και, φυσικά, το σώμα. Πολλές φορές, το ξέρω, ακόμη κι αν δεν το παραδέχεσαι.

Ισχυριζόμαστε συνεχώς πως έχουμε διευρυμένους τους ορίζοντές μας, λέμε πως τα μάτια μας είναι ανοιχτά κι υγρά απ’ την ένταση της επιθυμίας να τα δούμε όλα, να τα γευτούμε όλα. Θέλουμε να πιστεύουμε πως το μυαλό είναι καθαρό να μάθει καθετί νέο, πως δεν έχει προκαταλήψεις και ταμπού να το λερώνουν. Ποιον κοροϊδεύουμε περισσότερο, τους άλλους ή εμάς;

Θέλουμε τη ζωή μας να τη ζήσουμε στο έπακρο, να μη μείνει τίποτα ανεξερεύνητο στο σύντομο αυτό ταξίδι. Κι ύστερα, απλά ακολουθούμε τους ρυθμούς του βαρετού κι ανούσιου εικοσιτετραώρου. Γιατί; Γιατί έχει μάθει έτσι το μυαλό, δύσκολο να ξεμάθει. Κι ακριβώς επειδή συναντάει δυσκολία, τα παρατάει κι επιτείνει τη διάρκεια της όποιας ανεπιθύμητης ζωής· αυτής που δε μας αρέσει, αλλά φοβόμαστε να την αλλάξουμε.

Τόσο κλειστόμυαλοι, καταδικασμένοι στη συνήθεια, την ανελευθερία και τη δυστυχία. Στη δυστυχία, φυσικά· δεν μπορούμε να μιλήσουμε για καμία ευτυχία! Το μυαλό μας δε μας αφήνει να ορίσουμε έναν χαρακτήρα, έναν τρόπο ζωής που θα ‘ναι ίδιος, είτε είμαστε μόνοι είτε με άλλους. Άρα πώς να είμαστε ευτυχισμένοι;

Σκεφτόμαστε, πολλές φορές, πως οι άλλοι μας χειραγωγούν, άνθρωποι απ’ τη δουλειά, απ’ το κοινωνικό μας περιβάλλον, φίλοι μας, σύντροφοι, μέχρι κι άγνωστοι. Μα πώς να μη μας εξουσιάσουν αυτοί, αφού εμείς δεν μπορούμε να μας κατευθύνουμε; Πώς να μη μας χαλιναγωγήσουν και να μη μας εκμεταλλευτούν, όταν εμείς δεν είμαστε κύριοι του εαυτού μας;

Δικαιολογούμαστε συνεχώς, όταν θα έπρεπε χτυπώντας το στήθος ν’ αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς φταίμε γι’ αυτά που ζούμε, για τα όρια που συναντάμε, αφού εμείς οι ίδιοι τα έχουμε θέσει!

Φαντάσου, τώρα, έναν κόσμο όπου ο καθένας θα είχε αποδεσμευτεί απ’ όλα αυτά, θα τα είχε λύσει μέσα του, θα είχε αντιμετωπίσει στα ίσια όσα τον στοιχειώνουν. Ουτοπία, σκέφτεσαι, ε; Ακριβώς σ’ αυτή σου τη σκέψη συναντάς κάποιο απ’ τα δεσμά σου.

Εσύ μπορείς να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και ν’ αλλάξεις, άραγε; Αν όχι, συνέχισε έτσι, «βολεμένος». Αλλά σταμάτα επιτέλους να βαρυγκωμάς για όσα ο ίδιος ευθύνεσαι και για τα δεσμά σου που δεν μπορείς να σπάσεις!

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Σουργιά: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Σουργιά