Βγαλμένη από τηλεοπτική σειρά, με στιλ και τύπο που παραπέμπουν σε κακέκτυπο κοριτσίστικης προπαγάνδας, με στίχους από «επαναστατικά» κομμάτια της Christina Aguilera ή των Spice Girls.

Θα την έχεις δει σίγουρα να τα δίνει όλα πάνω στο dancefloor (γιατί η λέξη «πίστα» δεν αρκεί), να εκπέμπει δυναμισμό και μια «ξέρω τι ζητάω» άποψη, αλλά σπάνια θα καταφέρεις να τη μάθεις πέρα απ’ όσο εκείνη αποφασίζει.

Είναι η κλασική κοπέλα η οποία αναπνέει, κινείται και (νομίζει πως) μιλάει όπως η Beyoncé, ενώ θέλει ντε και καλά να της συμπεριφέρονται ως «γυναίκα» (ασχέτως αν είναι όντως).

Συνήθως πρόκειται για μια άκακη κι άβγαλτη θηλυκή ύπαρξη, που φέρει λογής ανασφάλειες κι αναλαμβάνει το ρόλο της δυναμικής γκόμενας κυρίως επειδή τη βολεύει.

Μεγάλωσε μέσα σ’ εύπορους οικογενειακούς κύκλους, πήγε σ’ ιδιωτικό σχολείο και το πιθανότερο να σπούδασε κομμωτική, διακοσμητική, τεχνογνωσία του μπιντέ, κριτική σε πάνελ, μαρσιποφορία ή κάτι άλλο, καλλιτεχνικής φύσεως γενικά.

Στο μετεφηβικό στάδιο έβλεπε πολλές αμερικάνικες ταινίες και video clip, πείθοντας με τον καιρό τον εαυτό της πως εν τέλει είναι μια καταπιεσμένη Αφροαμερικάνα απ’ το Μπρονξ, με την ιδεολογία της να περιστρέφεται κυρίως γύρω από ένα ευρύτερο «talk to the hand».

Εννοείται πως δεν έχει τίποτα να κάνει με φεμινισμό, μιας κι όλο αυτό δεν είναι παρά ένα προσωπείο που αποκρύπτει τη σαφή έλλειψη του γνώθι σαυτόν και δεν εσωκλείει κανέναν ουσιαστικό κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό.

Η μη μου άπτου συμπεριφορά της σε συνδυασμό με τη wanna be Beyoncé περσόνα της την κάνει αγαπητή σ’ άλλες, εξίσου άβγαλτες, κοπέλες, που δίπλα της νιώθουν να κάνουν τη δική τους μικρή επανάσταση απέναντι στο κακό αντρικό φύλο που τις καταδυναστεύει.

Έχει λόγο για όλες τις υποθέσεις των φίλων της, βάζοντας πάντα μπροστά τη γυναικεία αλληλεγγύη. Όταν είναι single είναι δυναμική και μη μου άπτου, αλλ’ άπαξ κι υπάρχει κάτι στο προσκήνιο, γίνεται γατουλίνι κι «ό,τι πει το μπόιφρεντ», αν και συνήθως πρόκειται για κάποιον εν δυνάμει κάγκουρα, που απ’ τη μια δεν μπορεί να αρθρώσει δυο σωστές λέξεις, απ’ την άλλη φέρει το κατάλληλο γι’ αυτήν στιλάκι.

Ο μέσος άντρας θα την κοιτάξει πολλές φορές και θα θέλει να την προσεγγίσει, αλλά με το που αναδυθεί από μέσα της το υπεροπτικό attitude (έτσι το λένε εκεί στο LA), δε θ’ ασχοληθεί για παραπάνω από λίγα λεπτά κι αυτά προκειμένου να δει αν θα του κάτσει (έκαστος στο είδος του).

Εκείνη, βέβαια, θαρρεί πως με τη στάση της προκαλεί ενδελεχές εγκεφαλικό twerking στ’ απανταχού αρσενικά, αλλά αυτό που κυρίως καταφέρνει είναι να μην την παίρνει κανείς στα σοβαρά.

Οι γονείς της της κάνουν όλα τα χατίρια, ενώ οι γύρω της την παινεύουν από συνήθεια, οπότε έως ότου βρεθεί αντιμέτωπη με τη ρεαλιστική χροιά της καθημερινότητας, νιώθει πως θριαμβεύει παντού και πάντα. Παρ’ ότι, κατ’ εξακολούθηση «winner» όμως, σπάνια θα τη δεις να ‘χει λεφτά. Μόνιμα άφραγκη κι εν δυνάμει βιοπαλαιστής (στα λόγια τουλάχιστον), μέχρι να το πάρει απόφαση πως αυτό που επέλεξε ως σταδιοδρομία δε φτουράει. Κάπου εκεί, είτε θα βρει έναν πλούσιο φλώρο να τη συντηρεί, είτε θα ξεκινήσει να ψάχνει για μια πραγματική δουλειά, απ’ αυτές που αποφέρουν χρήματα.

Δε θα παραδεχτεί ποτέ σε τρίτους πως το εξ Αμερικής lifestyle της δεν μπορεί να βρει εφαρμογή στο Ελλάντα. Μέσα της όμως θα κάνει άπειρους συμβιβασμούς μεγαλώνοντας και με τα χρόνια θα εξελιχθεί σε μια ψωνισμένη κυράτσα με τουπέ, που ενίοτε θα διοργανώνει μαζώξεις για μπιρίμπα με τις όποιες φίλες μπορεί να της έχουν μείνει και θα αναπολεί το χαρτζιλίκι του μπαμπά, την κοριτσοπαρέα και το ευρύτερο girl power στ’ οποίο κάποτε πίστευε.

Άσε μας κουκλίτσα μου. Είχες και στο χωριό σου τη θεια σου να σου λέει «γιουγκόουγκερλ»;

 

Επιμέλεια Κειμένου Στέφανου Στεφανόπουλου: Ιωάννα Κακούρη

 

Συντάκτης: Στέφανος Στεφανόπουλος