Είτε μας αρέσει είτε όχι, το ανθρώπινο είδος έχει μόνιμα την τάση να βάζει σε καλούπια συμπεριφορές, τάσεις και στάσεις, προωθώντας μια εν δυνάμει «ταμπελοποίηση».
Πάντα ο λαός έχει το πρώτο χέρι και ο μέσος αστός άθελά του μπορεί να πυροδοτήσει πλήθος αντιπαραθέσεων σε βάθος χρόνου, μιας και όλα τα στερεότυπα προέρχονται από τα σωθικά της κοινωνίας και λαμβάνουν χώρα στην καθημερινότητα με την τριβή, τη συχνότητα και τη διάρκεια που αποκτούν.
Βέβαια, πρέπει να ξεκαθαριστεί πως τα στερεότυπα, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, έχουν λόγο που δημιουργήθηκαν. Δεν είναι προϊόντα αυθαίρετης σκέψης ή κοινωνικής νουθεσίας, αλλά απόρροια μιας επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς που φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως υπάρχει λόγος για γενικεύσεις, ούτε ότι έχουν ιδιαίτερη χρησιμότητα σε μια πλουραλιστική κοινωνία που συνεχώς αλλάζει.
Τουτέστιν, το ότι στις περισσότερες σειρές ή ταινίες, οι ομοφυλόφιλοι παρουσιάζονται ως καρικατούρες και ολίγον τι τσίρκουλα, είναι σίγουρα λάθος, αλλά βασισμένο σε πρότυπα που μια μερίδα εξ αυτών είχαν λανθασμένα προβάλλει προς τα έξω στο παρελθόν (κυρίως εκεί κάπου στα 80s ας πούμε, μπορεί και πιο πριν). Το κακό με αυτό βέβαια είναι πως πλέον έχει δημιουργηθεί μια εσφαλμένη εικόνα για τους gay, η οποία γενικεύεται και ουσιαστικά δε συνάδει με την πραγματικότητα. Καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα δηλαδή.
Κάπως έτσι κατέληξε και ο γυναικείος πληθυσμός στο ότι οι άντρες είναι γουρούνια, γαϊδούρια και λοιπά συναφή τετράποδα. Εδώ όμως, παρότι τραβηγμένη σαν ιδέα, τα κουκιά επιβεβαιώνουν την εν λόγω αρνητική προδιάθεση. Διότι όταν τα κοριτσόπουλα πέφτουν από τον ένα μαλάκα στον άλλον, έχουν πολλά πατήματα για επιθετικούς προσδιορισμούς. Ενδεχομένως να φταίνε και οι εξ αρχής επιλογές από την πλευρά μερικών, αλλά σε γενικές γραμμές σίγουρα υπάρχει λόγος εκ μέρους τους για το όποιο στόλισμα.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το «οι άνδρες δεν υπάρχουν πια», φράση-καραμέλα που δεν εκφράζει καμιά μεγαλύτερη αντικειμενική αλήθεια από το «“ποτάνες” είναι όλες τους». Είναι απλώς μια προσέγγιση, που συνδέεται άρρηκτα με την προ χρόνων επιθυμία μιας μερίδας γυναικών «αναβαθμίσουν» το στερεότυπο του απλά σκεπτόμενου άντρα, με μια θεωρητικά πιο ωριμασμένη νοητικά εκδοχή του.
Και επειδή το μέσο αρσενικό, όση προσωπικότητα και να διαθέτει, πάντα θα παρουσιάζεται εύπλαστο στα χέρια της σωστής γυναίκας, με τον καιρό ο απλοϊκός συλλογισμός του μπολιάστηκε με την προσπάθεια κατανόησης των περίπλοκων διεργασιών του θηλυκού νου. Και κάπου εκεί η γυναίκα άλλαξε γνώμη για πολλοστή φορά και αποφάσισε πως το σύντροφό της τον θέλει και πάλι κυνηγό και λιγότερο πνευματώδη.
Από τη μία λοιπόν έχουμε την εικόνα του ρωμαλέου επιβήτορα με την απλή σκέψη που θα τη σύρει απ’ τα μαλλιά στη σπηλιά, κι από την άλλη αυτή του ιντελεκτουέλ καλού παιδιού, του ώριμου, ενώ και τα δύο στερεότυπα επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό ότι το αδύναμο φύλο δεν ξέρει τι θέλει.
Βέβαια, η μόνη αλήθεια είναι πως ουδέποτε οι άνδρες ήταν μονόπλευρα αούγκανοι ή αποκλειστικά αισθηματίες. Ο καθείς εξελίσσεται διαφορετικά. Η λογική όμως που θέλει τα αγοράκια να είναι πιο ανώριμα από τις γυναίκες, διαθέτοντας παράλληλα πιο στακάτη σκέψη, σίγουρα ισχύει σε μεγάλο βαθμό.
Στον αντίποδα, η εικόνα της νοικοκυράς και του συζύγου σατράπη απέχει πια από κάθε τι πραγματικό. Οι ολοένα και νεότερες γενιές έχουν αποκαθηλώσει τον άνδρα-βασιλιά που δεν ξέρει να βράζει ένα αυγό, ενώ έχουν εναγκαλιστεί οι γυναίκες καριέρας που δε ζουν μονάχα για το «πότε θα γίνω μάνα».
Κάπου εκεί φαίνεται και η φθορά των στερεοτύπων μέσα στο χρόνο και πλέον μονάχα ως ξεπερασμένες μπορούν να χαρακτηρισθούν πεποιθήσεις που διαχωρίζουν επαγγέλματα, οικογενειακή κατάσταση, χόμπι και άλλα, ανάλογα με το φύλο.
Αυτό που στέκει κάπως ακόμα είναι η σπορ πλευρά της ζωής, κατά την οποία το μέσο αρσενικό θέλει να δει μπάλα με τους φίλους του, ή να πάει στο γήπεδο, σε αντίθεση με το μέσο θηλυκό που ακόμη δε γνωρίζει τι είναι το offside και θα προτιμήσει να δει κάποιο δακρύβρεχτο σήριαλ στην τηλεόραση. Ισχύει μεν, αλλά όσο περνούν τα χρόνια, ολοένα και λιγότερο απόλυτα.
Άλλο συχνό στερεότυπο είναι αυτό της bimbo, της υπερ-φτιασιδωμένης γκόμενας, με το μεγάλο στήθος και το νύχι του Wolverine, που ακούει Παντελίδη και Κιάμο και διαθέτει IQ μικρότερο του ποσοστού του εγχώριου πρωτογενούς πλεονάσματος. Ε, αυτό ίσως δεν αποτελεί κανόνα πλέον, αλλά σε μεγάλο βαθμό ισχύει, και η εξήγηση είναι απλή. Όταν μια γυναίκα περνάει τον περισσότερο χρόνο της μπροστά από έναν καθρέφτη, αναλογιζόμενη τι θα φορέσει και πόση μάσκαρα θα βάλει, ακούγοντας ή (πιο σπάνια) διαβάζοντας αμαχητί μονάχα ό,τι της πλασάρεται, ναι μεν μπορεί να κερδίσει τα βλέμματα, αλλά δύσκολα θα καταφέρει να σε πείσει ως προσωπικότητα.
Από την άλλη, παρεξηγημένη είναι ακόμη κάπως η γυναίκα-οδηγός. Με το που δει κάποιος θηλυκό πίσω από το τιμόνι είναι έτοιμος να ρίξει χριστοπαναγία, ή να την προτρέψει να γυρίσει στην κουζίνα της. Η αλήθεια είναι πως και εδώ το στερεότυπο δεν είναι λανθασμένο, αλλά κλασικά έχει γενικευτεί. Όντως οι περισσότερες θα κοιταχτούν στο καθρεφτάκι στο φανάρι (κι ας γίνει πράσινο), ενώ η χρήση φρένου γίνεται συχνότερα από ότι η αλλαγή ταχύτητας. Από την άλλη βέβαια, αρκετές αποτελούν εξαίρεση και οι σοφερίνες είναι σίγουρα καλύτερες από όλους εμάς τους «έξυπνους», που ενίοτε ούτε φλας δεν ανάβουμε. Και στην τελική, δεν είναι μόνο οι γυναίκες κακές στην οδήγηση! Είναι και οι υπερήλικες, οι νέοι οδηγοί, οι γκαζοφονιάδες και βασικά η μισή Ελλάδα.
Τα παραδείγματα είναι πολλά, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: τα στερεότυπα δεν είναι ψευδή παρασκευάσματα, αλλά ο ενίοτε αντικατοπτρισμός των τάσεων μιας κοινωνίας, ο οποίος όμως επιδέχεται αλλαγής ανάλογα τις συνθήκες και τα χωροχρονικά πρότυπα. Σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν κάποιο αξίωμα, παρότι διαμορφώνουν μια ευρύτερη πεποίθηση και σίγουρα η αντιμετώπισή τους ως γενίκευση από πολύ κόσμο αποτελεί λάθος. Άλλα συναντώνται ακόμη, άλλα διαμορφώνονται με τον καιρό και άλλα καλώς ή κακώς απλά υφίστανται στις συνειδήσεις των περισσοτέρων.
At the end of the day, η υποκειμενική αλήθεια του καθενός είναι αυτή που έχει τον τελευταίο λόγο και όχι το τι υπαγορεύει έμμεσα η κοινωνία.