Συνήθως τον όρο «παίκτης ψυχολογίας» τον χρησιμοποιούμε σε αγωνιστικά παιχνίδια εκεί τον συναντάμε πιο συχνά από οπουδήποτε αλλού, χωρίς όμως να σημαίνει πως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι εκτός αυτών. Παίκτη ψυχολογίας ονομάζουμε κάποιον τον οποίο η επίδοσή του κι η συμπεριφορά του επηρεάζεται κι εξαρτάται κατά κύριο λόγο με τα συναισθήματα που βιώνει εκείνη τη στιγμή, είναι αυτός που λειτουργεί περισσότερο με το συναίσθημα παρά με τη λογική.

Αυτοί που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία ευνοούνται κυρίως όταν η διάθεσή τους είναι στα ύψη, διακατέχονται από ανεξάντλητη ενέργεια, αυτοπεποίθηση κι αισιοδοξία. Η διάθεσή τους παραμένει σταθερή και μερικές φορές εκτοξεύεται όταν υπάρχει κάποιος άνθρωπος να τους δώσει ένα κίνητρο ή έστω μια επιβεβαίωση για το τι έχουν καταφέρει. Όσο υπάρχει η σταθερότητα της ψυχολογίας, όλα βαίνουν καλώς για τους ίδιους και για τους γύρω τους, ωστόσο αν υπάρξει έστω και μια στιγμιαία αρνητική σκέψη, θεωρούν πως έρχεται η ολική καταστροφή, χάνουν την μπάλα και πνίγονται από τα ίδια τους τα συναισθήματα. Χάνουν την ενέργεια που είχαν, αναρωτιούνται αν όσα σκέφτονται ή πράττουν είναι σωστά και η αισιοδοξία τους πηγαίνει περίπατο.

 

 

Ωστόσο εξαίρετος παίκτης ψυχολογίας θεωρείται κι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι υπέρ αναλυτής. «Διαβάζει» τη συμπεριφορά και τις εκφράσεις των ανθρώπων γύρω του καλύτερα από τον καθένα καθώς έχει ταλέντο να παρατηρεί τις μικρές αλλαγές που μπορεί να εμφανίσει κάποιος μέσα στην κοινή τους καθημερινότητα. Παίκτες ψυχολογίας τείνουμε να γινόμαστε κι όταν ερωτευόμαστε. Ειδικά στα πρώτα στάδια που αρχίζουμε να μαθαίνουμε τον άλλον, είναι αρκετά δύσκολο να ψυχολογήσουμε τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας. Βλέπουμε και ζούμε κάποιες από τις πτυχές του χαρακτήρα του σχηματίζοντας ένα μοναδικό μοτίβο στο μυαλό μας γι’ αυτόν και πορευόμαστε έτσι. Μας δείχνει πως νιώθει όταν είναι καλά, όταν είναι εκνευρισμένος, όταν είναι κουρασμένος κ.ο.κ. Ασυνείδητα συνηθίζουμε τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται και προσπαθούμε να τον διαχειριστούμε σε τέτοιο βαθμό, όχι για να τον αλλάξουμε, αλλά για να τον μάθουμε καλύτερα και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε μαζί του δίχως να μας επηρεάζουν αρνητικά αυτές οι συμπεριφορές.

Ο έρωτας δεν είναι παιχνίδι κι ας το βλέπουν μερικοί σαν να είναι. Όταν είμαστε μ’ έναν άνθρωπο ο οποίος είναι δοτικός, μας προσφέρει ασφάλεια, μας γεμίζει στο συναισθηματικό και στο επικοινωνιακό κομμάτι και γενικότερα γουστάρουμε να είμαστε μαζί του, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι παιχνίδι. Πόσω μάλλον αν υπάρχει εμφανής αμοιβαιότητα. Χτίζουμε μαζί του μια άτυπη ρουτίνα επικοινωνίας, που στη συνέχεια της σχέσης θεωρούμε αυτονόητο πως θα συνεχίσει να υφίσταται με τον τρόπο που γινόταν στις αρχές. Όταν γίνεται κάτι καθημερινά, μαθαίνουμε να ζούμε μ’ αυτό και να το περιμένουμε. Αν για παράδειγμα μια «καλημέρα» κι ένα «σε σκέφτομαι» λέγονται με τέτοια συχνότητα, τότε ασυναίσθητα καταλήγουμε να το εντάξουμε στις συνήθειές μας και να το θεωρούμε δεδομένο.

Η ψυχολογία αρχίζει να ταλαντεύεται όταν αυτή η ρουτίνα αλλάξει. Και δε μιλάμε για ν’ αλλάξει σε βάθος χρόνου, αλλά για μια στιγμή. Ακόμα κι αν όλα είναι καλά μεταξύ των δύο, αν υπάρξει έστω μια στιγμή μέσα στην ημέρα χωρίς να λάβουμε αυτό που λαμβάναμε τις προηγούμενες, θεωρούμε πως κάτι δεν πηγαίνει καλά. Κι εκεί είναι που ταιριάζει ο όρος «παίκτης ψυχολογίας», το μυαλό δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός πως δεν είμαστε ρομπότ για να λειτουργούμε κάθε μέρα το ίδιο. Αντ’ αυτού τρελαινόμαστε στις αρνητικές σκέψεις με αποτέλεσμα να κλονιστεί η ψυχολογία μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορέσουμε ν’ αποδώσουμε σωστά στην ημέρα που ξεκινάει. Μέχρις ότου να λάβουμε το πολυπόθητο μήνυμα ή έστω μια επιβεβαίωση ότι όλα είναι καλά μεταξύ μας. Είναι όμως;

 

Συντάκτης: Σωτηρία Μέγα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου