«Η καρκιά μου εν’ μαύρη, για τούτο ούλο το κακό που μας εκάμαν»
Σχεδόν μισό αιώνα μετά από το μαύρο καλοκαίρι του 1974, τα γεγονότα του τότε παραμένουν μια ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί στη μεγαλόνησο της Κύπρου. Αν και δεν ανήκω στη γενιά του πολέμου, έχω μεγαλώσει όπως κάθε Κυπριόπουλο με τετράδια «Δεν Ξεχνώ» και μια φωτογραφία από τη χρυσή άμμο της Αμμόχωστου από κάτω, καθώς και με αφίσες που έλεγαν «τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια» στους τοίχους. Η φωτογραφία με το σημείωμα «ανοίξτε, άφησα μέσα την ψυχή μου» στερεωμένη πάνω στο συρματόπλεγμα και φόντο την Αμμόχωστο, αντικατοπτρίζει στο έπακρο την ψυχρότητα και τις πραγματικές συνέπειες του πολέμου που έζησε ο λαός της Κύπρου.
Χθες βράδυ έκανε πρεμιέρα η νέα σειρά του Ανδρέα Γεωργίου «Famagusta». Η σειρά, αυτή ίσως και να είναι ο εφιάλτης κάθε πρόσφυγα που βρέθηκε στη δύνη, που βίωσε τον τρόμο, την ψυχρότητα και τον ξεριζωμό του πολέμου, μέσα από μια σειρά ιστοριών από το μαύρο καλοκαίρι της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974. Μια σειρά που ήρθε να ξυπνήσει μνήμες σε κάποιους, να υπενθυμίσει σε άλλους, να αφυπνίσει όσους ζουν στην άγνοια, μιας κι όπως έχει ήδη αποτυπωθεί στο πρώτο επεισόδιο, 50 χρονιά μετά, η ιστορία παραμένει εξαιρετικά νωπή, μέσα στην αγριότητά της.
Η σειρά είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα, εξιστορώντας το δράμα μιας μάνας που στην προσπάθειά της να ξεφύγει από την πόλη της, έχοντας στην αγκαλιά της τον 3 μηνών γιο της, τραυματίζεται, χάνει της αισθήσεις της, κι όταν συνέρχεται, το παιδί της έχει εξαφανιστεί. Αν κι έχουν περάσει 50 χρονιά, έχει αποκτήσει αλλά 3 παιδιά κι η καθημερινότητά της κυλάει ομαλά, η Χριστίνα δεν έχει σταματήσει ποτέ να θρηνεί το χαμένο της παιδί. Ζει εδώ και μισό αιώνα με την ελπίδα ότι, ίσως, είναι ζωντανό. Παράλληλα, ο 50χρονος Μάικλ, (Χρήστος Λούλης) ζει στο Λονδίνο κι έρχεται στο νησί για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ με αφορμή τα 50 χρονιά της Τουρκικής εισβολής. Στην έρευνά του θέλει να συμπεριλάβει μια συνέντευξη από τη Χριστίνα, εστιάζοντας στην οδύνη και την τραγικότητα τού να χάνει μια μάνα το παιδί της. Κάπου εκεί, είναι που αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι, μέχρι η αλήθεια θα βγει στο φως.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με την ιστορία που μάς αφηγείται η Χαρίτα Μάντολες, μια γυναίκα-σύμβολο της κυπριακής τραγωδίας του 1974, μέσα από τον ρόλο της Δέσποινας Μπεμπεδέλη, κι έναν μονόλογο που μας καθήλωσε. «Είμαι 27 χρονών. Είμαι ακριβώς όσο ήμουνα εκείνη την ημέρα. Από τότε σταμάτησα να μεγαλώνω. Γιατί περιμένω τη μέρα που θα γυρίσω πάλι πίσω, στο σπίτι μου. Ελεύθερη. Θα ανεβώ εκεί, στον τόπο που χάθηκαν τόσοι άνθρωποι και θα ανάψω ένα καντήλι για τις ψυχές τους. Άμα γυρίσω πάλι πίσω στο σπίτι μου, τότε θα αρχίσω να ζω και να μεγαλώνω πάλι.» Η σπαρακτική ιστορία της Μαντολες που μέσα σε μια μέρα βίωσε την εν ψυχρώ εκτέλεση 12 αντρών, ανάμεσά τους, ο σύζυγος και ο πατέρας της, καθώς κι άλλων τεσσάρων μελών της οικογένειάς της, όπως και τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, με δυο μικρά παιδιά.
Η σειρά αποτελείται από ένα καστ καταξιωμένων ηθοποιών που σκοπεύει να αναδείξει, τόσο τη βιαιότητα της εισβολής, όσο και να θίξει τις ανθρώπινες ιστορίες -ανάμεσα σε αυτές το θέμα τον αγνοουμένων- καθώς και την άπιαστη πλέον ελπίδα της επιστροφής, με μια σειρά από παρελθοντικές αναδρομές. Είναι μια άλλη μια υπενθύμιση του «Δεν Ξεχνώ».
Ο Ανδρέας Γεωργίου, αφηγείται στο 6χρονο γιο του ιστορίες από την πόλη της Αμμόχωστου, όπως τις έχει ακούσει από τον παππού του, με τον ίδιο τρόπο που έχω διδαχτεί κι εγώ από τη δική μου γιαγιά και με τον ίδιο τρόπο που έχουν διδαχτεί χιλιάδες πρόσφυγες τόσα χρόνια, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη· γιατί καμία φορά η μνήμη είναι πιο δυνατή από τον χρόνο.
Η Αμμόχωστος, λοιπόν, που ενέπνευσε τον Ελύτη, τον Σεφέρη και τον Καββαδία, μέσα από τα μάτια των Κυπρίων παραμένει η χρυσή πόλη, χωμένη στη λαμπερή της άμμο. Τα σοκαριστικά πλάνα από την περίκλειστη πόλη, γνωστή κι ως Πόλη Φάντασμα, ξύπνησαν μνήμες χθες, σε χιλιάδες Αμμοχωστιανούς και μη. Η καθηλωτική σκηνή με την επίσκεψη του ζεύγους στο σπίτι του, 50 χρονιά μετά, προκάλεσε ανατριχίλα, δείχνοντας μια ωμή πραγματικότητα σε μια κόντρα με την άπιαστη ουτοπία της επιστροφής, που βίωσε κάθε πρόσφυγας με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2004.
Η πόλη της Αμμόχωστου, όπως είδαμε χθες μέσα από τον φακό του Ανδρέα Γεωργίου, που παραμένει παγωμένη στον χρόνο, περιμένει την ώρα που θα ξανακουστούν τα γέλια των μικρών παιδιών που κάποτε έτρεχαν στους δρόμους και τώρα έχουν γίνει ενήλικες, με παιδιά κι εγγόνια που ζουν ακόμη με την ελπίδα. Ερημωμένα σπίτια, βομβαρδισμένα ξενοδοχεία, ντουβάρια, ταμπέλες με διαφημίσεις του ‘70, παγιδευμένα στο καλοκαίρι του ’74, σκουριασμένα αυτοκίνητα σε εγκαταλελειμμένα γκαράζ, είναι μερικές από τις εικόνες που αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα του πολέμου. Ενός πολέμου που κανένας Κύπριος ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσει.
Η σειρά είναι μια αλληγορία μιας πατρίδας που είναι μοιρασμένη στα δυο, στοιχειωμένη από πληγές, εμφανή σημάδια τραύματος, όπως της μάνας που έχει χάσει τον γιο της στον πόλεμο. Κι είναι μια παραγωγή, που σίγουρα αξίζει να δεις.
Κι αν δε σε έπεισα ακόμη, θα κλείσω με μια φράση από τη Χαρίτα Μάντολες: «Τούτος ο τόπος κόρη μου εν δικός μας δεν είναι της τουρτζιάς, εν πρέπει να ξιάσουμε κόρη μου, πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου