Έχω μια αδυναμία στους ανθρώπους με πάθος. Αυτούς που ξέρουν να ζουν την κάθε στιγμή. Λες κι είναι φτιαγμένοι αλλιώς· αναφέρομαι σ’ εκείνους τους ανθρώπους που όταν μιλάνε γι’ αυτό που αγαπούν, λάμπουν ολόκληροι, τα μάτια τους βγάζουν σπίθες και το χαμόγελο στα χείλη τους δεν μπορεί να σβήσει ούτε σε μια αιωνιότητα. Αυτοί που χαίρονται με την ψυχή ενός μικρού παιδιού, του παιδιού που όλοι κρύβουμε μέσα μας, δίνοντάς του την ελπίδα, πως κάθε πρωί που ξυπνάει, έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τον κόσμο και να κινήσει βουνά για αυτό το κάτι που ποθεί. Όμορφο πράγμα να βρίσεις αυτό που γεμίζει την ψυχή σου, αυτό που σου δίνει ζωή στις μίζερες μέρες που όλοι έχουμε και σε κάνει ικανό να γυρίσεις τον κόσμο ανάποδα γι’ αυτό.
Τι μας κάνει άραγε πραγματικά ευτυχισμένους κι αν το έχουμε βρει, γιατί το χάνουμε στην πορεία; Τι μας δίνει ζωή και πού υπάρχει αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο ζω και στο υπάρχω; Έχουμε παγιδευτεί ανάμεσα στη ρουτίνα και τις υποχρεώσεις και κάπου ίσως έχουμε χάσει το νόημα- κατά συνέπεια κι ένα κομμάτι μας. Στην προσπάθειά μας να τα φέρουμε όλα βόλτα, μπερδευόμαστε και χανόμαστε. Καμιά φορά δεν ξέρουμε τι θέλουμε, κι άλλες δεν μπορούμε να θέσουμε προτεραιότητες κοστολογώντας σωστά, τι μας κάνει πραγματικά χαρούμενους. Τότε είναι και που καταλήγουμε παγιδευμένοι σ’ ένα χάος και μια σύγχυση που εμείς οι ίδιοι προκαλέσαμε. Τότε που πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό, στην προσπάθειά μας να φανούμε αντάξιοι των υποχρεώσεών μας και να ικανοποιήσουμε τους γύρω μας, αφήνοντας στην άκρη αυτά που πραγματικά επιθυμούμε.
Πόσοι έχουν εγκαταλείψει τα όνειρά τους, ή έχουν χάσει στην πορεία αυτό το πάθος για κάτι που αγαπούσαν πολύ; Είτε αυτό ήταν το μπάσκετ, η ζωγραφική, η μαγειρική, το πλέξιμο, το πιάνο, ή μια ξένη γλώσσα; Θα μου πεις, δεν μπορείς να ζεις με τα χόμπι σου, κάποια στιγμή έρχεται η ζωή και σε τραβάει από το χέρι, σου λέει πως δεν έχεις χρόνο και το νοίκι είναι απλήρωτο. Κάποια στιγμή καταλαβαίνεις πως όλα όσα οραματίζεσαι ίσως απέχουν από αυτά που μπορείς να ζήσεις. Γιατί έχουμε επιτρέψει στο σύστημα να μας κατασπαράξει, παίρνοντάς μας ο,τι πολυτιμότερο έχουμε, το πάθος μας για ζωή.
Το τραγικότερο όμως για μένα είναι ότι συχνά παρατηρώ γύρω μου ανθρώπους -ειδικότερα άτομα γύρω στα 20-25- να ζουν μια πλήρως ανιαρή καθημερινότητα, λες και μας εγγυάται κανείς μια δεύτερη ζωή, ή λες κι αποφασίσαμε πως τίποτα δεν υπάρχει πια για να παλέψουμε. Δεν ξέρω αν όλο αυτό πηγάζει από τις εικονικές δεύτερες ζωές μας, από τον φόβο για τον κόσμο που δε μας ακούει, από κοινωνικές παθογένειες που νιώθουμε να μας παραλύουν ή τα λεφτά που ποτέ δε φτάνουν και δε φαίνεται να φτάσουν ποτέ, όμως δεν μπορούμε να πεθαίνουμε μέσα μας από τα 25, δεν το χωράει ο νους μου.
Το να πραγματοποιούμε αυτό που πραγματικά αγαπάμε -να σφίξουμε δόντια και να το προσπαθήσουμε τουλάχιστον- αναμφισβήτητα μας φέρνει πιο κοντά στην ευτυχία. Τρέφει την ψυχή μας κι είναι ο μόνος τρόπος να καταφέρουμε ν’ αλλάξουμε αυτή την κανονικότητα της μιζέριας. Δε μας αξίζει να συμβιβαζόμαστε με τίποτα λιγότερο από τις ανοιχτές πιθανότητες. Ας αναλογιστούμε όλα όσα ονειρευτήκαμε, ή αφήσαμε στη μέση, ή αυτά που πάντα λέγαμε να ξεκινήσουμε κι όλο αναβάλαμε κι ας ξαναβρούμε το χαμένο μας πάθος. Θα κλείσω δανειζόμενη τη φράση του Ν. Καζαντζάκη: «Ο,τι επιθυμείς να το φωνάζεις δυνατά, αγρίμι να γίνεσαι. Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου