Έρωτας, γνωστή λέξη σε όλους. Ανακαλεί μνήμες στο άκουσμά της, για κάποιους ευχάριστες, γι’ άλλους μια χαρμολύπη, για κάτι όμορφο που ίσως έληξε άδοξα και για άλλους πικρή, γιατί ποτέ δε βρήκε την ανάλογη ανταπόκριση. Η αντίληψη του τι είναι έρωτας διαφέρει ανάμεσα στους ανθρώπους, τα χρόνια, στους λαούς. Παρ’ όλα αυτά, όσα χρόνια κι αν περάσουν το τι είναι έρωτας παραμένει ένα μυστηριώδες ερώτημα. Μπορούμε να εξηγήσουμε, μόνο εμμέσως, σαν ένα εκστατικό συναίσθημα που συνδυάζει μια ελευθερία κι ένα μαρτύριο ταυτόχρονα, υπομένοντας πως πολλές φορές είναι μια ανώτερη δύναμη.
Οι άνθρωποι εκ φύσεως έχουμε την ανάγκη για συντροφικότητα. Κι όσο τα χρόνια περνούν, η ανάγκη για ένα ταίρι συχνά φουντώνει. Πολλοί φοβούνται στην ιδέα να μείνουν μόνοι, όσο ο χρόνος κυλάει. Και μόλις βρουν κάτι που θεωρούν ότι πληροί τα κριτήριά τους, χωρίς να αναλογιστούν περισσότερα, πέφτουν με τα μούτρα και το αρπάζουν για να μην τους φύγει. Άλλες φορές οι άνθρωποι όταν ερωτεύονται ξεπερνούν τα όρια, χάνονται και γίνονται καταπιεστικοί χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Ιδανικά, κάπου εκεί έξω, αναζητάμε μια αγάπη χωρίς χρονοδιαγράμματα, όρους κι όρια, μια συνάντηση με ό,τι εμείς ονομάσαμε την άλλη μισή ψυχή μας. Μια ψυχή που δε θα χρειάζεται να εξηγούμε τα αυτονόητα, χωρίς καταπίεση κι αποπνικτικούς συμβιβασμούς. Θεωρητικά μπορεί ν’ αναζητάμε μια ψυχή που θα μας βάζει πάνω απ’ όλους και όλα, να είμαστε η προτεραιότητά τους, η πρώτη τους έννοια το πρωί κι η τελευταία το βράδυ. Ένα στήριγμα που θα είναι εκεί για εμάς ανά πάσα ώρα και στιγμή, να μας νοιαστεί στα δύσκολα και να γιορτάσει μαζί μας στις χαρές και τις επιτυχίες μας. Αν κι αυτό μοιάζει περισσότερο με συμβόλαιο αποκλειστικότητας παρά με ελεύθερη κι υγιή σχέση.
Αδιαμφισβήτητα, το τέλειο δεν μπορούμε να το ορίσουμε, μιας και δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως το ιδανικό, όπου σαφώς και διαφέρει για τον καθένα από εμάς. Αν είσαι τυχερός λοιπόν και βρεις το ιδανικό σου, το ζεις με όλο σου το είναι, για όσο κρατήσει, με την προϋπόθεση ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία, το να σε θέλει κανείς παθιασμένα μπορεί και ν’ ακούγεται ιδανικό. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που τα αισθήματα δεν είναι αμοιβαία ή δεν είμαστε σίγουροι αν το άτομο αυτό, μπορεί να μας προσφέρει αυτά που εμείς ψάχνουμε; Σ’ αυτή την περίπτωση το πράγμα αλλάζει.
Ναι, η λογική κι ο έρωτας δε συναντιούνται. Αλλά όταν όλο αυτό δεν είναι αμοιβαίο κι οι ανασφάλειες φουντώνουν, η καταπίεση βαράει κόκκινο. Τα τηλέφωνα χτυπάνε απανωτά, οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή, και ξεκινάει μια ανάκριση τύπου «πού είσαι, τι κάνεις, με ποιον είσαι, πότε θα σε δω, γιατί δε σηκώνεις το τηλέφωνο». Και στο καπάκι: «Θέλω να σε δω, δε μου αφιερώνεις χρόνο, έχεις απομακρυνθεί, σε θέλω τρελά.» Κάπου εκεί νιώθεις ότι πνίγεσαι, σαν κάτι να σε καταπλακώνει χωρίς να μπορείς να πάρεις ανάσα κι η επιθυμία σου να ξεφύγεις από κάτι που σου τρώει τα σωθικά, όλο και μεγαλώνει. Λες και σου έχουν περάσει μια θηλιά στον λαιμό.
Νιώθεις παγιδευμένος, σαν αγρίμι σε κλουβί, που βλέπει το φως αλλά δεν μπορεί να το πιάσει. Ψάχνεις απανωτά έναν τρόπο να ξεφύγεις χωρίς να πληγώσεις, γιατί θεωρητικά δεν έφταιξε κάπου ο άνθρωπος με το όνομα “καταπίεση”. Κάπου εκεί μπαίνεις στο τριπάκι ν’ αναλογιστείς κατά πόσο το πρόβλημα το έχεις εσύ που δεν μπορείς να εκτιμήσεις την τύχη, όπως θα τη χαρακτήριζαν πολλοί, να σε θέλει κανείς τρελά. Μπορεί ακόμα να πέσεις στην παγίδα να συμβιβαστείς και να το παλέψεις, για όσο αντέξεις, γιατί ευκαιρίες σαν κι αυτές -όπως θα έλεγαν πολλοί- δεν πρέπει να πάνε χαμένες. Παρ’ όλα αυτά, έρχεται κάποτε το πλήρωμα του χρόνου να μας υπενθυμίσει ότι έχουμε την ανάγκη για κάτι αμοιβαίο, μιας κι ο έρωτας είναι για να μοιράζεται.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου