«Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι από αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα.»
Θα σας πάω πίσω. 23 καλοκαίρια για να είμαι ακριβής. Αύγουστος 2000, βράδυ στο κέντρο της Αθήνας, έρημη σε σκηνές που μάλλον δεν πρόκειται να ξαναδούμε. Ναι, αναφέρομαι στην κλασική πλέον ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, «Φτηνά τσιγάρα». Αυτή την ταινία-ρα που όλοι πεθάνουμε να βλέπουμε ένα καλοκαιρινό βραδάκι με φεγγάρι σε ένα θερινό σινεμά κάπου στο Θησείο, πίνοντας κρύες μπίρες και τρώγοντας ποπ κορν. Κάθε χρόνο. Αν και γυρισμένη τον Αύγουστο του 1999, είκοσι τέσσερα χρόνια μετά παραμένει μια φοβερά δημοφιλής ταινία με μια σειρά από sold out προβολές, δίνοντας τροφή για φιλοσοφείν κι ονειροπόληση, αφού είναι γεμάτη αποφθέγματα που κάνουν το γύρο τους από στόμα σε πληκτρολόγιο και πίσω.
Η γραμμή των δράσεων για όσους δεν έχουν δει την ταινία, θέλει τους ήρωες να φιλοσοφούν, να αναζητούν τον ρομαντισμό, να ερωτεύονται, να αρκούνται στα λίγα και να καπνίζουν φτηνά τσιγάρα. Μια ταινία, με μια νεανική νυχτερινή αισθητική που εκπροσωπεί πλήρως τον αστικό ρομαντισμό, αποτελώντας φόρο τιμής σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα που διαδραματίζεται στην όμορφη καλοκαιρινή Αθήνα. Η βαθιά αγάπη για την πρωτεύουσα αποτυπώνεται εξαιρετικά σε κάθε πλάνο. Ερωτευμένη κι εγώ με την πόλη, μου ξυπνάει μνήμες κάθε φορά που βλέπω τα “φτηνά τσιγάρα”. Ερωτευμένη, ίσως γιατί παρά το χάος της, η ομορφιά της μπορεί να λάμψει κάτι στην πιο άσχημη γωνία της.
Ο Χαραλαμπίδης λοιπόν, εξιστορεί τις δικές του φιλοσοφίες και κλείνει με μια φράση κλειδί, που πλέον έχει γίνει ο ορισμός της ταινίας: «Έτσι και αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι από αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα.» Πόση αλήθεια κρύβει άραγε αυτή η φράση και γιατί δεν την έχουμε κάνει μότο μας;
Πολλοί κι εγώ μαζί, παλιότερα πέσαμε στην παγίδα να πιέσουμε καταστάσεις, για να μη χάσουμε το υποτιθέμενο 10 το καλό (εδώ γελάμε), μέσα από τα χέρια μας. Σαφέστατα κι αυτή η κίνηση έφερνε πάντα τα αντίθετα αποτελέσματα. Πιέζαμε και πιέζαμε και πιεζόμασταν, για να πάμε το πράγμα λίγο πιο γρήγορα, για να επισπεύσουμε μια κατάσταση. Αυτό που δεν αντιληφθήκαμε όμως, είναι ότι έτσι, χάνουμε και την ουσία. Αυτά τα πρώτα φτερουγίσματα που νιώθουμε μέσα μας, το αίσθημα του “μου κόβονται τα πόδια μόλις σε συναντώ”. Αντιλαμβάνομαι, βέβαια, ότι αυτή η αβεβαιότητα του να μην ξέρεις πού θα πάει το πράγμα ή το “είμαστε ή δεν είμαστε μαζί” ίσως να προκαλεί έναν εκνευρισμό, αλλά εκεί βρίσκεται κι όλη η μαγεία του φλερτ. Στην αμηχανία του πρώτου φιλιού, στο σκίρτημα του πρώτου καλημερίσματος, στον ενθουσιασμό για τις πρώτες εκδρομές και την αγωνία του πρώτου τσακωμού ή διαφωνίας. Για όλα όσα δεν ξέρεις πότε και πώς θα έρθουν.
Από την άλλη, επισπεύδοντας μια κατάσταση, δεν προλαβαίνουμε να δούμε όσα πρέπει να δούμε, πριν προχωρήσουμε το πράγμα σε κάτι πιο σοβαρό. Πιθανόν, να μην προλάβουμε να αντιληφθούμε όλα τα red flags ή ακόμη και τον αληθινό χαρακτήρα κάποιου, μιας κι αυτά θέλουν χρόνο για να εμφανιστούν. Κάπου εκεί μάλλον θα ξαναπέσουμε στην παγίδα να κλειδώσουμε μια κατάσταση που αργότερα θα μας φρικάρει. Γιατί κάποτε θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου και θα συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που ζούμε, δεν είναι αυτό που θα θέλαμε να ζούμε.
Η πίεση ξεκάθαρα φέρνει και μια καταπίεση. Προσωπικά, πολλές φορές ένιωσα να πνίγομαι, να μην αναπνέω μέσα σε μια κατάσταση, απλώς και μόνο γιατί δεν αφήσαμε τα πράγματα να κυλήσουν όπως θα έπρεπε από μόνα τους. Και κάπου εκεί, αναγκαστικά πρέπει να βάλεις ένα τέλος σε αυτή την πίεση. Ένα τέλος το οποίο έρχεται και πάλι βεβιασμένα από την ανασφάλεια που κόστισε αυτή η ξαφνική πίεση. Αν αφήναμε όντως το πράγμα να κυλήσει από μόνο του, σαν μια ρομαντική βραδινή βόλτα στην άδεια Αθήνα, χωρίς άγχος κι αποπνικτικούς συμβιβασμούς, τότε η ζωή ίσως να ήταν και πιο απλή, πιο εύκολη. Εκείνη άλλωστε, πάντα ξέρει κι εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να την εμπιστευθούμε.
Για τις αναγκαίες αυτού του άρθρου, έχω δει την συγκεκριμένη σκόνη πάνω από 10 φορές, παρακολουθώντας με την ίδια ευλάβεια όταν την πρωτοείδα. Και θα την ξανάβλεπα κι άλλες 10.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου