Οκτώ δισεκατομμύρια άνθρωποι κι ο καθένας με μια ξεχωριστή προσωπικότητα, όμως ποιος την καθορίζει; Δημιουργείται ή καλλιεργείται; Σύμφωνα με τον Φρόιντ, η προσωπικότητα ενός ατόμου, έχει ήδη διαμορφωθεί μέχρι την ηλικία των πέντε. Τρομακτικό, εάν το σκεφτούμε. Πέρα από το πόσο νωρίς δομείται μέσα μας, επηρεάζεται άμεσα από την ανατροφή, το οικογενειακό περιβάλλον και τη διαπαιδαγώγηση. Επομένως, οι γονείς και τα άτομα που βρίσκονται κοντά μας, είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και του χαρακτήρα μας. Οι γονείς μας, οι γιαγιάδες μας, οι παππούδες μας, οι πνευματικοί μας γονείς, τα αδέρφια μας, αλλά κι οι φίλοι μας που στην πορεία έγιναν οικογένεια, άνθρωποι που αναμφισβήτητα έχουν αντίκτυπο πάνω μας, διαχρονικά, θέλοντας και μη.
Είναι εκείνοι που μας δημιούργησαν, μας μεγάλωσαν με αγάπη -ή κι όχι- και μας νοιάστηκαν. Οι άνθρωποι που μας έμαθαν να κυνηγάμε τα όνειρά μας, αλλά κι αυτοί που μας στήριξαν για να τα υλοποιήσουμε. Που πίστεψαν σ’ εμάς, αποδεικνύοντάς μας ότι όταν θες κάτι πολύ, μπορείς να το καταφέρεις ή που μας αδίκησαν και μας στέρησαν την επιβεβαίωση, καταδικάζοντάς μας να την ψάχνουμε για πάντα. Που μας δίδαξαν τις αληθινές αξίες του τι εστί άνθρωπος κι ανθρωπιά, αληθινή αγάπη, ευθύνη. Που μάς σύστησαν την ευτυχία με καλούς φίλους, κρασί και ωραίες συζητήσεις. Που μας μύησαν στις τέχνες και τον πολιτισμό, την ποιοτική μουσική. Άνθρωποι που μας μετέδωσαν με το δικό τους τρόπο την παράδοση, χωρίς ν’ αντιληφθούμε πως οι γεύσεις κι οι μυρωδιές μπορούν να συνδεθούν με τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα αιωνίως. Χωρίς να καταλάβουμε ότι την επόμενη φορά που θα μυρίσουμε κουλουράκια, θα θυμηθούμε εκείνα τ’ απογεύματα στο σπίτι της γιαγιάς, που πίναμε σπιτική λεμονάδα στον κήπο κάτω από την κληματαριά.
Είμαστε η μάνα μας που είπε «πάρε σακάκι κάνει κρύο έξω» ή που πήρε με αγωνία να ρωτήσει «Πώς έγραψες; Ήταν δύσκολα τα θέματα;». Ο μπαμπάς μας που μας είπε, «πάρε με όταν φτάσεις σπίτι, και να προσέχεις στον δρόμο». Η γιαγιά που πάντα ρωτάει «Πείνας; Σου έφτιαξα το αγαπημένο σου κέικ, έλα!», η αδερφή που ήταν εκεί να κλάψει με τα προβλήματά μας και να καμαρώσει στην είσοδό μας στο πανεπιστήμιο. Ο παππούς που μας έδωσε κρυφά χαρτζιλίκι κι είπε «πάρε αυτά παιδί μου να πιεις έναν καφέ και μην το πεις στη γιαγιά». Αλλά κι αυτοί που μας αποχαιρέτησαν λέγοντας «να περνάς πάντα όμορφα» και «σ’ αγαπώ», χωρίς εμείς να καταλάβουμε πως αυτό ήταν το αντίο τους.
Αν μπορούσα να ορίσω το τι πραγματικά είμαστε με μια φράση, τότε σίγουρα θα έλεγα πως «είμαστε οι άνθρωποί μας». Κι αυτό δεν μπορεί ν’ αλλάξει, όπως και το ότι οι άνθρωποι δε χάνονται ποτέ από μέσα μας. Η φωνή τους ηχεί σαν αντίλαλος στ’ αυτιά μας και μας πιάνει ρίγος κάθε φορά που τους σκεφτόμαστε και με την πρώτη ευκαιρία έρχονται στη μνήμη μας, ως μια ευχάριστη σκέψη, χαρίζοντάς μας ένα χαμόγελο από το πουθενά. Εκείνοι που συχνά φανταζόμαστε τι θα μας συμβούλευαν, αν ήταν εδώ. Άνθρωποι γεμάτοι φως, καλοσύνη κι ευγένεια. Άνθρωποι που όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν πεθαίνουν ουσιαστικά ποτέ. Είναι οι σκέψεις μας. Οι αναμνήσεις μας. Και δε χάνονται ποτέ, γιατί, οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχάσουμε.
ΥΓ: Αφιερωμένο σε όλους εκείνους που μας έπλασαν με τον δικό τους τρόπο και δε βρίσκονται πλέον ανάμεσά μας, γιατί ο κύκλος τους έκλεισε. Γι’ άλλους νωρίτερα απ’ ότι θα έπρεπε και γι’ άλλους στην ώρα τους, γιατί έτσι είναι η ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου