Είμαστε ήδη μέσα του καλοκαιριού. Όσο και να θέλουμε να το αγνοούμε ότι μας έχει μείνει άλλο τόσο, για κάποιους από εμάς το καλοκαίρι τώρα θα αρχίσει. Είναι η φάση που έξω βαράει 40αρια, η ατμόσφαιρα δε βγαίνει σε πιο αποπνιχτική, μιας και έχουμε σκάσει από την υγρασία. Η άσφαλτος καίει σαν λάβα στη διαδρομή από και προς τη δουλειά και περιμένουμε πότε θα έρθει και πάλι αυτή η στιγμή που θα μπούμε σε ένα καράβι και θα ακούσουμε το «πλησιάζουμε στο λιμάνι…παρακαλούνται οι επιβάτες να κατέβουν από το κατάστρωμα και οι οδηγοί όπως μεταφερθούν στα οχήματα τους». Αν το καλοκαίρι είναι στιγμές, τότε σίγουρα η πρώτη σκηνή αρχίζει κάπως έτσι.

Η παρέα είναι μάλλον η ίδια όπως και κάθε καλοκαίρι. Οι γνωστοί, άγνωστοι που ετοιμάζονται, θέλοντας και μη να τρελάνουν το νησί. Η Γεωργία, η Κατερίνα, η Φωτεινή, ο Γιάννης, ο Μιχάλης, και ο Κώστας. Η περιπέτεια ξεκινάει πριν καν σαλπάρετε, μέσα σε μια ομαδική που βομβαρδίζετε από μηνύματα ενώ εσύ ακόμη παλεύεις να στείλεις τις τελευταίες εκκρεμότητες στο γραφείο. «Ηχειάκι πήραμε;», «Ψάθα και ομπρέλα μην ξεχάσουμε» κάπου εκεί θα πεταχτεί και η Κατερίνα να πει πως έχει βρει το μαγαζί που θα κατεβάσουμε τα πρώτα ρακόμελα για να αρχινήσουν με το καλό οι διακοπές.

Με το που ακούσεις τη μελωδία της ευτυχίας που δεν είναι άλλη από το «πλησιάζουμε στο λιμάνι της..» και δεις την καραβόπορτα να ανοίγει ξεκινάνε οι διακοπές. Αρχίζουν τα μπάνια που μάλλον ξεκινάνε γύρω στο καταμεσήμερο, γιατί το προηγούμενο βράδυ ξεπατωθήκατε στα οuζάκια και στις τεκiλες για κλείσιμο. Πετσέτες στην άμμο και μια παγωνιέρα στο χέρι, γιατί ως γνωστόν οι ανοργάνωτες παραλίες έχουν άλλη χάρη. Κάπου εκεί θα αρχίσει πάλι η συζήτηση για το ποιος θα τζαμάρει, ποιος θα ξεκινήσει την πρώτη παρτίδα τάβλι και ποιος θα πάει για ρακέτες. Και όσο περιμένετε να βουτήξει ο ήλιος για να σηματοδοτήσει το τέλος του μπάνιου, οι κρύες μπuρες θα ρέουν άφθονες, μετρώντας άλλο ένα ηλιοβασίλεμα παρέα.

Η νύχτα θα συνεχίσει ή μάλλον θα αρχίσει σε ένα ταβερνάκι πλάι στο κύμα. Ηλιοκαμένοι, με ένα μαγιό και γεμάτοι αλμυρά από πάνω μέχρι κάτω. «Να πάρουμε τα κλασσικά και δυο- τρία ουζάκια για το καλό». Καλαμαράκια, γαρίδες, χταπόδι και μύδια αχνιστά, γιατί ως γνωστών η Κατερίνα πεθαίνει για αυτά. Και αφού φάμε με την ψυχή μας και λες και δεν υπάρχει αύριο, η παλιοπαρέα θα κατέβει για μια βόλτα στη χώρα, να εξερευνήσει τα σοκάκια της. Άσπρα σπίτια, μπλε παντζούρια, ξύλινες πόρτες, πλακόστρωτοι δρόμοι, καφενεία που πλέον σερβίρουν καράφες, μουσικές και ροζ βουκαμβίλιες σε μια γαλαζιόασπρη παλέτα, να προσδιορίζουν το ελληνικό καλοκαίρι.  Η κοριτσόπαρεα όλο και σε κάποιο μαγαζάκι με μπιχλιμπίδια και καφτάνια θα κολλήσει, ενώ τα παλικάρια της παρέας συνεχίζουν ήδη με ρακόμελα και ούζα στο καφενείο του νησιού!

Και κάπως έτσι χωρίς να το καταλάβετε θα κατεβάσετε μια ντουζίνα σφηνάκια και καμία δεκαριά καράφες. «Καλό καλοκαίρι να έχουμε, και του χρόνου εδώ πάλι όλοι». Κάπου εκεί η Φωτεινή θα επιχειρήσει να βάλει μια τάξη «τελευταίο, φτάνει, το παρακάναμε». Και η απάντηση θα είναι «πιείτε μωρέ, να ζηλεύουν οι εχθροί μας» και δίχως να το καταλάβει κανείς θα σας βρει και πάλι το ξημέρωμα, να χαζεύετε τους ψαράδες που βγήκαν πάλι στη γύρα για το μεροκάματο. Και κάπως έτσι θα κυλήσουν οι καλοκαιρινές μας διακοπές σε ένα νησί, που θα γίνει ο παράδεισος μας για φέτος, με φίλους που πλέον θεωρούνται οικογένεια, και αναμνήσεις για να γελάμε τους χειμώνες. Ζήστε το γιατί το επόμενο είναι ακόμη μακριά!

Υ.Γ. Τα καλοκαίρια μας τα δίνουμε σε αυτούς που μας κράτησαν συντροφιά τους χειμώνες

Συντάκτης: Τόνια Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη