Έχει έρθει επιτέλους ο καιρός που όλοι περιμέναμε. Έχει αρχίσει να μυρίζει καλοκαίρι. Η μέρα μεγαλώνει, έχουν ψιλοαρχίσει οι ζέστες, οι κρύες μπίρες, κι έχουμε ήδη φάει το πρώτο καρπούζι της σεζόν. Έχουν κάνει ντεμπούτο ήδη τα πρώτα μπιτσόμπαρα, το συναυλιακό πρόγραμμα του καλοκαιριού είναι on fire ο κόσμος έχει ανεβάσει φωτογραφίες από τα πρώτα καλοκαιρινά του ταξιδάκια. Όπως είναι λογικό, ο νους μας τρέχει σε παραλίες, παγωμένα καφεδάκια κάτω από πλατάνια, κάμπινγκ στη Χαλκιδική και βουτιές στις Κυκλάδες. Όμως, όσο τρέχει ο νους εκεί, ταυτόχρονα είμαστε κι εμείς που παλεύουμε να παραδώσουμε διπλωματική, ή να δώσουμε το άτιμο το τελευταίο μάθημα που μας έχουν κόψει με 4 δεκαοχτώ φορές, σκεπτόμενοι πως θέλουμε να είναι το τελευταίο καλοκαίρι που θα αργήσει τόσο για εμάς.
Κι είμαστε ακόμη στην αρχή. Γιατί σε λίγο καιρό, ό,τι media ή εφαρμογή κι αν ανοίξεις, θα δεις τουλάχιστον 15 ιστορίες από την παραλία, από λιωμένα παγωτά, παγωμένα σφηνάκια μαστίχας, συνοδευόμενα από το τραγούδι «καλοκαιρινές διακοπές για πάντα», όσο εσύ βρίσκεσαι κλεισμένος σε μια βιβλιοθήκη ή ένα γραφείο, προσπαθώντας να συγκεντρωθείς να γράψεις. Πώς; Έλα μου ντε.
Έξω σκάει ο τζίτζικας κι όσο κι αν προσπαθείς να το αγνοήσεις, όλο και κάτι εκεί έξω θα στο υπενθυμίσει. Η διαδρομή για τη βιβλιοθήκη. Το διάλειμμα που είπες να κάνεις για να πάρεις λίγο καθαρό αέρα. Τα παιδιά στον δρόμο έξω που τρέχουν ανέμελα. Η μπισκοτόκρεμα της μάνας σου στο ψυγείο, που παγώνει. Κι όμως, με βαριά καρδιά παίρνεις απόφαση ότι πρέπει να κάνεις υπομονή και θα έρθει και για σένα αυτό το πολυπόθητο καλοκαίρι. Κλείνεις τα σόσιαλ για να μη βλέπεις τι συμβαίνει πέρα από την οθόνη του υπολογιστή σου, μπας και το βγάλεις το έρμο το κεφάλαιο, καταπίνοντας το φρέντο σαν μονό εσπρέσο.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το πιο πιθανόν είναι ότι θα χτυπήσει άλλες 15 φορές το τηλέφωνο· θα είναι τα φιλαράκια σου που έχουν ξεμπερδέψει, προτείνοντάς σου να πάτε από εδώ και από εκεί, με εσένα να πρέπει να αρνηθείς για άλλη μια φορά, γιατί το μόνο που ηχεί στα αυτιά σου είναι το τραγούδι «δεν προλαβαίνω».
Σε μια στιγμή απελπισίας ίσως αποφασίσεις να κάνεις ένα διάλειμμα και να πας να τους βρεις με το που φύγεις από τη σχολή, να πάρεις για λίγο τα πάνω σου. Εσύ είσαι πτώμα, γιατί έχεις βαρέσει 12ωρο διάβασμα, κι αυτοί χαλαροί αράζουν σε μια πλατεία, τσακίζοντας μια ντουζίνα μπίρες και σφηνάκια για να μπει με το καλό το καλοκαίρι. Κι εκεί που θα συζητάτε περί ανέμων και υδάτων, ο νους σου θα περιπλανάται ανάμεσα σε λογιστικές, οικονομικά, μαθηματικά ή ό,τι άλλο ετοιμάζεσαι να δώσεις. Υπεραναλύοντας το αν θα τα προλάβεις όλα αυτά, κι αν καλά έκανες που βρίσκεσαι εκεί τώρα ή αν θα έπρεπε να διαβάζεις, μέχρι να φτάσεις ή ακόμη και να ξεπεράσεις τα όριά σου, αρχίζεις να μετράς αντίστροφα για να γυρίσεις στο σπίτι να συνεχίσεις, γιατί ο χρόνος είναι χρήμα. Εντούτοις ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι ρομπότ, και καλό είναι να κάνουμε διαλείμματα, όσο πνιγμένοι στο άγχος και να είμαστε.
Όσο δύσκολο κι αν είναι να αγνοήσουμε τον καιρό έξω που τα σπάει, ζούμε στην Ελλάδα που όπως και να το κάνουμε ο ήλιος και η ζέστη εκεί θα είναι, να μας περιμένουν μέχρι τον βαθύ Οκτώβρη. Λίγο ακόμα. Και το καλοκαίρι θα έρθει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου