Έχουν ακουστεί διάφορα ανά καιρούς για το πώς να κάνεις τον άλλο να κολλήσει με σένα, για τεχνικές φλερτ, σε τι χρονοδιαγράμματα πρέπει να συμβαίνουν τα πράγματα, πόσο συχνά να απαντάς μηνύματα, συνοδευόμενος με φράσεις «μην απαντάς αμέσως, μη φανείς διαθέσιμος», «όσο φτύνεις τόσο κολλάει», «αδιαφόρησε λιγάκι για να καψουρευτεί» κι αλλά πολλά. Παρ’ όλα αυτά, όσο το πράγμα μένει στάσιμο καψουρεύεσαι ή ξενερώνεις;
Η αλήθεια είναι ότι έχω ακούσει αρκετές φορές το «δε θέλω να με βαρεθεί, γι’ αυτό παίρνω τα πράγματα αργά, για να κρατήσει». Δεν ξέρω κατά πόσο συμφωνώ με τη συγκεκριμένη σκέψη και πόση βάση έχει. Αντικειμενικά, μια από τις ωραιότερες περιόδους μιας σχέσης ή έστω και μιας απλής γνωριμίας, είναι πάντα η αρχή. Εκεί που προσπαθείς μαγικά να ανακαλύψεις τι κρύβει ο άλλος πίσω από αυτό το πρόσωπο που σε έχει γοητεύσει. Τα μηνύματα πέφτουν βροχή, περιμένεις πώς και πώς να έρθει η μέρα να συναντηθείτε, να αναλύσετε από κοντά όλα όσα σαν ενδιαφέρουν και να δεις πού μπορεί να πάει το πράγμα.
Παίρνεις λοιπόν, κάποιες πτυχές, τις αναλύεις, τις υπέρ αναλύεις, προσπαθείς να ψυχολογήσεις τον άλλον και να βγάλεις ένα συμπέρασμα για το τι κουβαλάει. Αδιαμφισβήτητα αυτή η όλη κατάσταση που μόλις περιέγραψα συνοδεύεται από έναν ενθουσιασμό, μια ανεξήγητη λαχτάρα που φέρνει μια βιασύνη, μιας και η όλη φάση σε εξιτάρει και σου βγάζει μια δόση τρέλας. Αν τώρα πάνω σε αυτή την έξαψη εμφανίζεται και η καψούρα, εάν κι εφόσον πληροί τα κριτήριά σου, κάλους έρωτες!
Υπάρχει όμως και μια άλλη πτυχή, άκρως αντίθετη. Είναι η φάση που ξέρεις ότι το άτομο ενδιαφέρεται, έχει δώσει ενδείξεις, ίσως να το έχει ομολογήσει φανερά, αλλά το πράγμα κινείται πιο αργά κι από επιτάφιο. Τα πράγματα μοιάζουν να είναι λίγο πιο ανοιχτά μόνο όταν ενδιάμεσα υπάρχει μια οθόνη. Οι συνομιλίες μπορεί να πέφτουν βροχή και να κυμαίνονται από το τι καιρό θα κάνει αύριο, στο τι μας ώθησε να ακολουθήσουμε αυτό που αγαπάμε, στα πιστεύω μας, μέχρι τον νέο δίσκο της Μποφίλιου. Και κάπως έτσι κι ενώ δεν προχωράει όπως θα ήθελες, ξεκινάς χτίζοντας μια επικοινωνία κι οραματίζεσαι τη συνέχεια. Βλέπεις χημεία, βλέπεις προοπτική. Χτίζετε κάτι, που όμως δε λέει να πάρει ύψος. Κι έτσι, δίνεις χρόνο. Κι όσο δίνεις χρόνο και περνάει ο καιρός, παρ’ όλο που αρχίζουν να αραιώνουν οι συζητήσεις, όμως όταν αυτές συμβαίνουν, δε χάνουν τίποτα από τη γοητεία τους.
Κι εκεί ναι, όντως μπορεί και να την πατήσεις και μάλιστα άγρια. Να περιμένεις πώς και πώς μήνυμα, να αποκωδικοποιείς κρυφά νοήματα, να ψάχνεις σε στόριζ πού είναι ή να ανεβάζεις δικά σου όλο νόημα. Δημιουργείς έμμεσες μορφές επικοινωνίας για να καλύψεις το κενό της ήδη υπάρχουσας. Και το πράγμα μπορεί να κυλάει έτσι για μέρες, βδομάδες μη σου πω και μήνες. Και κάθε φορά που το πιάνετε από την αρχή, ακούς και μια νέα δικαιολογία που στην τύφλα της καψούρας δυστυχώς την καταπίνεις αμάσητη.
Προφανώς, αν και δε συμφωνώ με τη συγκεκριμένη τακτική μπορεί όντως στην αρχή να μας καψουρέψει η στασιμότητα ή η δήθεν αδιαφορία. Όσοι υποστηρίζουν πως η αναμονή τους ξενερώνει, λένε ψέμματα. Είναι η συνεχής απογοήτευση των προσδοκιών που οδηγεί στο να ξενερώσεις μια κι έξω. Όσο ικανοποιείται η ανάγκη για προσοχή και το πράγμα έστω κι αργά, κινείται, τόσο πιο βαθιά βουτάς στην καψούρα σου. Αν ξεπεραστούν τα όρια, αν επιβεβαιώσεις την αδιαφορία ή αν μυριστείς ασέβεια, εκεί είναι που όντως τραβάς μια τελεία. Και καμιά φορά ούτε καν εκεί.
Αν αναρωτιέσαι αν κάνεις καλά που περιμένεις, ή που αφήνεις κάποιον στο περίμενε, απλώς δανείσου τη φράση της Κικής Δημούλα, που θα σου λύσει κάθε απορία: «Ο έρωτας δε θέλει χρόνο, θέλει ταχύτητα.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου