Υποθέτω πως όλοι σε κάποια φάση της ζωής μας ζήσαμε έναν χωρισμό που ίσως μας στιγμάτισε, αλλά ενδεχομένως να είναι κι ο ίδιος χωρισμός στον οποίο χρωστάμε όλα όσα είμαστε σήμερα. Είναι εκείνα τα τέλη, που σου επιβάλουν να μηδενίσεις, χωρίς να έχεις περιθώρια να κρατήσεις τα περισσεύματα για να έχεις ένα μικρό καύσιμο, τουλάχιστον γι’ αρχή. Θα πρέπει να σπάσεις αυγά και να μαγειρέψεις λοιπόν, όσο καιρό κι αν σου πάρει. Κι όντως το κάνεις.
Ξεκινώντας τη διαδικασία του να ξεπεράσεις έναν τραυματικό χωρισμό, γίνεσαι αιχμάλωτος του εαυτού σου. Αποφεύγεις τα σόσιαλ, δεν ακούς μουσική, οι συζητήσεις σου είναι συγκεκριμένες, ενώ κάθε φορά που βγαίνεις από το σπίτι τρέμεις και μόνο στην ιδέα μην πέσεις κατά λάθος πάνω στο πρώην ταίρι σου. Στο μανάβικο της γειτονίας, σε κάτι άσχετα φανάρια κολλημένος στην κίνηση, στο γνωστό μπαράκι, που συχνάζατε ή σε καμία γνωστή παρέα που δεν μπορείς να αποφύγεις, γιατί όπως και να το κάνουμε, ο κόσμος είναι μικρός.
Ζεις με τον φόβο της παρουσίας-απουσίας, ενώ με τον καιρό ξεκινάς δειλά και σταδιακά παίρνεις τα πάνω σου, κι έτσι πιο θαρραλέα στέκεσαι πάλι στα πόδια σου. Μέχρι που βρίσκεσαι στη φάση που επιτέλους προχωράς κι έχεις απαλλαγεί από το παρελθόν μια και καλή, με τον καιρό να περνάει χωρίς να σε τραυματίζει, μα αντιθέτως έχει γίνει ένας πολύτιμος σύμμαχός σου. Ελεύθερος λοιπόν. Ή μήπως όχι;
Επειδή η ζωή έχει τον τρόπο της να μας κάνει να σιχτιρίζουμε την ύπαρξή μας, ένα βράδυ σαν όλα τ’ άλλα, τυχαία πέφτεις πάνω στον πρώην έρωτά σου. Και θα έρθει αυτή η συνάντηση τη στιγμή που θα είσαι πλήρως ανυποψίαστος, στην καθιερωμένη έξοδο με την παρέα, στο γνωστό μπαράκι για μπίρες και σφηνάκια ένα σαββατόβραδο ή σε μια τυχαία βόλτα με το σκυλί σου. Ανταλλάσσετε ένα βλέμμα, ένα γεια, ένα «τι κάνεις» οριακά.
Έχουν περάσει μήνες, χρόνια, στιγμές. Ο άνθρωπος απέναντί σου φαίνεται αλλαγμένος. Νέο κούρεμα. Νέο στυλ. Μια καινούργια αύρα, κάπως αλλιώτικη. Το μόνο που δεν άλλαξε είναι το χαμόγελο που γνώρισες καλά. Και κάπου εκεί παγώνεις. Τόσο γιατί ήταν μια συνάντηση που δεν περίμενες, όσο και για το ότι πέρασε και δεν ακούμπησε. Γυρνάς από την άλλη, λες και μόλις είδες έναν απλό γνωστό από τα παλιά, σαν μια ανούσια συνάντηση που και να μη συνέβαινε τίποτα δε θα άλλαζε. Καμία αναστάτωση, κανένας κρύος ιδρώτας και προφανώς καμία πεταλούδα στο στομάχι.
Λες και δε μοιραστήκατε ποτέ τόσες αναμνήσεις, τόσα χρόνια, τόσα σχέδια, τόσα όνειρα για το μέλλον. Τι κι αν κάποτε ήσουν στα πατώματα, πιστεύοντας ότι ήταν ο μεγάλος σου έρωτας. Τι κι αν έκοβες το χέρι σου πως δε θα βγει ποτέ από το νου σου. Κι όμως, βίωσες μια πλήρη αδιαφορία κι αυτό από μόνο του σε σόκαρε. Είναι άραγε ό,τι πραγματικά θα ευχόταν κάνεις να του συμβεί σε μια τυχαία συνάντηση με ένα πρώην ταίρι;
Αυτά κι άλλα τόσα γυροφέρνουν το μυαλό σου όσο κάθεσαι πίνοντας το 3 σφηνάκι ή στη διαδρομή για το σπίτι. «Άραγε γιατί δεν έφευγα νωρίτερα;». «Τόσο δράμα, όλο στο μυαλό μου;», «και δηλαδή εγώ αυτόν τον άνθρωπο τον ερωτεύτηκα;». Εν μέρει όντως αυτή η συναισθηματική αδιαφορία που σε καταβάλει, πονάει. Πονάει γιατί σε κάνει να αμφιβάλεις για την πρόοδό σου, τις αρχικές προθέσεις σου, την ειλικρίνεια των συναισθημάτων σου τότε. Μα δε θα έπρεπε να είναι πιο δύσκολο; Αναρωτιέσαι. Όχι, δε θα έπρεπε.
Κάθε άνθρωπος που περνάει από τη ζωή μας, κάποτε γίνεται απλώς άλλος ένας περαστικός. Κι ίσως μας βοήθησε να γίνουμε όσα είμαστε σήμερα, μα πλέον δεν έχει καμία θέση δίπλα μας. Επομένως, αν και πιθανόν να του οφείλουμε πολλά, ίσως να είναι πραγματικά ευχή να μην αισθανόμαστε τίποτα αντικρίζοντάς τον. Ίσως αυτό να είναι και το σημάδι μας πως ό,τι ήταν να νιώσουμε το νιώσαμε, κάνοντας χώρο για νέα συναισθήματα με καινούριους ανθρώπους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου