Έχει έρθει η μέρα που έχεις φτιάξει βαλίτσες και γυρνάς για λίγο στην πατρίδα, ξέροντας ακριβώς τι σε περιμένει, μιας κι είναι όλα γνώριμα. Έχουν ακουστεί διάφορα ανά καιρούς για τη ζωή στο εξωτερικό· είτε έχεις φύγει για σπουδές, είτε για επαγγελματικούς λόγους, ό,τι και να πει κανείς, αν δεν το έχεις ζήσει στο πετσί σου, πιθανόν και να μην αντιληφθείς τι βιώνουμε κάθε φορά με το που γυρνάμε στην πατρίδα. Περίεργη αίσθηση. Δεν ξέρω αν μπορώ να το προσδιορίσω με λόγια, αλλά μοιάζει λίγο σαν διαδοχικό pause και play στιγμών, λες κι είμαστε μέρος ταινίας στη μεγάλη οθόνη.
Η αλήθεια είναι πως την πρώτη φορά που γύρισα στο πατρικό, για τις διακοπές των Χριστουγέννων, τον πρώτο χρόνο που έφυγα για σπουδές, είχα υποστεί ένα σοκ. Τα πράγματα έμοιαζαν υπερβολικά ίδια, λες και δεν είχε περάσει μέρα κι ας είχαν περάσει 4 μήνες. Το σπίτι στην ιδία εντέλεια που το έχει η μάνα μας, η κακή συνήθεια της αδερφής μας να αφήνει τις ντουλάπες ανοιχτές, οι λαχταριστές τυρόπιτες στο ίδιο ράφι στον φούρνο της γειτονιάς, ο περιπτεράς στη γωνία να μας χαιρετάει, η κίνηση στο φανάρι εκνευριστική, στον δρόμο για το αγαπημένο μας μπαράκι. Όλα ίδια. Το μόνο που φαινόταν να αλλάζει είναι οι εποχές και η αγκαλιά της μάνας μας, που όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν και πιο τρυφερή, στην προσπάθεια να καλύψει το κενό της απόστασης.
Και ξαφνικά, θα βρεθείς ξανά με την παλιοπαρέα, να συζητήσετε περί ανέμων και υδάτων, πίνοντας κρύες μπίρες και σφηνάκια στην υγεία σου, που γύρισες. Κι είναι όλα ίδια, λες και τα πίνατε το προηγούμενο βράδυ κι ας έχει περάσει καιρός. Αναμένεις την ώρα που ο Κώστας θα πετάξει μια κοτσάνα από αυτές που πετάει συνήθως από το πουθενά, και θα σκάσετε στα γέλια. Μετά, ξέρεις, θα αρχίσει η Μαρία να λέει τα δικά της, περί γκομενικών, μέχρι να καταλήξει πως περιμένει ακόμη μια ιστορία που θα τη συγκλονίσει. Κάπου εκεί θα εισβάλει στη συζήτηση κι ο Δημήτρης να την προσγειώσει, που ακόμη προσπαθεί να βρει το θάρρος να της πει πως είναι ερωτευμένος μαζί της εδώ και μια 5έτια. Με την πρώτη αφορμή, ο Νίκος, το ίδιο εθισμένος στη δουλειά του, θα αρχίσει να διηγείται ιστορίες. Η συζήτηση θα κλείσει με την ερώτηση «ποτέ θα γυρίσεις κοντά μας, γιατί μας λείπεις ρε γ@μωτο». Κι εκεί θα χαμογελάσεις γιατί γνωρίζεις ποσό σου λείπουν κι εσένα όταν είσαι μακριά τους, και πως νιώθεις μοναξιά καμία φορά όταν τους σκέφτεσαι. Και η βραδιά θα κυλήσει ως γνωστόν.
Το ίδιο ισχύει φυσικά για όλα τα φλερτ, ή τις καταστάσεις που μένουν στη μέση κάθε φορά που φεύγουμε, είτε λέγονται Χρήστος, Κατερίνα, Γιάννης, Φωτεινή ή Μελίνα. Είναι εκείνα τα άτομα, που όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θα υπάρχει αυτό το κλικ, που μας πρωτοέκαναν κι αυτή η εκρηκτική χημεία μεταξύ μας, αλλά το πράγμα έχει μείνει στάσιμο- ας είναι καλά αυτή η απόσταση. Γνωρίζεις πολύ καλά ακόμη και πού θα τους βρεις. Σε αυτό το πολυσύχναστο μπαρ που είναι και το στέκι σας· θα συναντηθείτε εκεί ένα βράδυ σαν όλα τα αλλά και με το που ανταλλάξετε ένα βλέμμα, θα αρχίσει το play, πάλι στην ιστορία σας. Οι ερωτήσεις «τι κάνεις, πώς είσαι, πόσο θα κάτσεις», θα πέσουν βροχή. Θα προσπαθήσει να σου δείξει ότι νοιάζεται ακόμη. Και στην πορεία, θα κάνει πάλι αυτό το γνωστό αστείο που έχετε οι δυο σας και θα σου εκφράσει στα αυτί πόσο έχεις ομορφύνει, υπονοώντας ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα. Μέχρι που θα ξαναμπεί το pause με το που φύγεις, και πάλι από την αρχή, σαν φαύλος κύκλος.
Η ζωή στο εξωτερικό έχει σίγουρα και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Εκεί έξω υπάρχουν ένα σωρό μέρη για να ανακαλύψεις, άλλες κουλτούρες, καινούργιες ιδέες και χιλιάδες νέοι άνθρωποι για να γνωρίσεις. Παρ’ όλα αυτά, όπως και να το κάνουμε, πάντα θα μας λείπει κάτι από την πατρίδα μας, από τους ανθρώπους μας κι από το σπίτι μας. Αλλά όπως έχω αναλύσει, η θέση μας στην πατρίδα θα είναι πάντα εδώ να μας περιμένει, για το επόμενό μας pause και play. Κι η τελεία η οριστική, δε θα μπει ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου