Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη μου επαφή με την ποίηση ξεκίνησε γύρω στα 16. Μαθήτρια τότε κι εγώ στο σχολείο, πρωτογνώρισα, το τι εστί ποίηση με τον Καβάφη. Λίγο η «Ιθάκη», λίγο το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», λίγο το «Όσο μπορείς». Ομολογώ ότι μου κίνησε το ενδιαφέρον, αλλά προφανώς όχι αρκετά για να το ψάξω περισσότερο.
Γύρω στα 20 μου λοιπόν, πέφτω τυχαία πάνω σε ένα απόσπασμα από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», του Ρίτσου. Η αλήθεια είναι ότι μόνο ο τίτλος μού ήταν αρκετός. Μπήκα, έψαξα και πήρα αυτό το πολυπόθητο, τότε για εμένα βιβλίο. Ένα σκέτο αριστούργημα, αν μπορώ να το προσδιορίσω απλά. Πρέπει να ομολογήσω ότι είχα προσηλωθεί σε αυτό το μικρό, λεπτό μπεζ βιβλιαράκι με ένα σχέδιο του Β. Βασιλειάδη στην πρώτη σελίδα. Κάπου εκεί είχε γίνει και το μαγικό κλικ. Ομολογώ ότι έχω διαβάσει τη σονάτα τόσες φορές, που έχω αποστηθίσει απ’ έξω τους στίχους.
Θα σας δώσω μια μικρή μόνο γεύση του τι εστί ποίηση του Ρίτσου:
Άφησε με να έρθω μαζί σου
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.
[…]
Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δέ θάρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θά βγω σέ λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
νά βγω απ’ αυτό τό τσακισμένο σπίτι.
Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία, με πάνω από 100 ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, το 1971 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ λογοτεχνίας. Τα έργα του είναι ευρέως ξακουστά, με πολλά από αυτά να έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και πολλά αλλά να έχουν διακριθεί και βραβευτεί τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ανάμεσά τους και το βραβείο ποίησης Λένιν. Παράλληλα πολλά από τα ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, μεταξύ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος.
Η γνωστή σε όλους Σονάτα του Σεληνόφωτος, μαζί με τα έργα ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη θεωρούνται κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου και τα σπουδαιότερα της κληρονομιάς της ποίησης της χώρας μας. Προσωπικά ξεχωρίζω και λατρεύω συνάμα και την ποιητική συλλογή «Εαρινή Συμφωνία».
Θεωρώ ότι έχει έναν μοναδικό, μαγικό τρόπο γραφής. Αδιαμφισβήτητα, η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι βαθιά επηρεασμένη τόσο από τα προσωπικά του βιώματα, όσο κι από τις κοινωνικές αναταραχές που διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα, μιας κι ανήκει στη γνωστή «γενιά του ‘30». Ο Ρίτσος έχει έναν ξεχωριστό τρόπο να ελίσσεται. Άλλοτε γίνεται υπέρτατα ερωτικός κι άλλες φορές τρομερά υπαρξιακός. Μέσα από τα ποιήματά του μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί τις μνήμες από τον Εμφύλιο πόλεμο, όσο και την εξορία που υπέστη μιας και υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς όταν το ΚΚΕ βρισκόταν εκτός νόμου. «Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του περασμένου αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου» είπε κάποτε η Χρύσα Προκοπάκη.
Σε μια συνέντευξή του, ο Ρίτσος αναφέρει ότι η γραφή της ποίησης δεν είναι ένα πάρεργο, αλλά ούτε ένα χόμπι. Εντούτοις, η ποίηση είναι μια βαθύτατη αναγκαιότητα, όχι προσωπική, αλλά καθολική. Μια ανάγκη επικοινωνίας, και μετάδοσης μιας βαθύτατης εμπειρίας. Θα κλείσω με ένα απόσπασμα της συνέντευξης στην ερώτηση «πώς γράφετε;». «Δεν ξέρω πώς γράφω. Απλώς γράφω γιατί δεν μπορώ να μη γράφω. Όπως ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να αναπνέει, έτσι κι ο ποιητής γράφει. Γράφει, όχι για να κερδίσει δόξα. Γράφει, όχι για να κερδίσει φήμη. Γράφει, γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Η ποίηση είναι απέραντη κι εφάπτεται στο απέραντο της ζωής.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου