Χριστούγεννα χωρίς οικογενειακά τραπέζια που κρατάνε από το πρωί μέχρι το βράδυ δε λέει. Εκείνα τα τραπέζια που ξέρεις ότι θα φας μέχρι σκιασμού και πιθανόν να πάρεις και ταπεράκι για το σπίτι. Εννοείται ότι από το τραπέζι δε θα λείπουν συγγενείς που ίσως να έχεις να τους δεις από τα προηγούμενα Χριστούγεννα, ή τους έχεις συναντήσει σε κανένα οικογενειακό γάμο πρόσφατα, μιας κι είναι η εποχή τους κι η βροχή ερωτήσεων που θα καλεστείς να απαντήσεις είναι στη γωνία. Κλασικά η μάνα μας θα τραπεζώσει όπως και κάθε χρόνο όλους τους θείους, θειάδες, ξαδέρφια, γείτονες κτλπ. Γιατί ως γνωστόν «μας έχουν καλέσει κι είναι ντροπή να μην ανταποδώσουμε». Είναι οι μέρες που η κουζίνα βλέπει τη μάνα μας περισσότερο απ’ όλους, κι ο πατέρας έξω ψήνει λες και δεν υπάρχει αύριο, για το χριστουγεννιάτικο γεύμα. Το πιο πιθανό είναι πως κι εσύ θα τρέχεις πάνω κάτω να βοηθήσεις τη μάνα σου που την έχει πιάσει κρίση, μπας και δεν εντυπωσιάσουμε τους καλεσμένους μας με τα καλούδια που θα ετοιμάσει, λίγο πριν σε περάσουν από ανάκριση.
Η τραπεζαρία θα επεκταθεί μέχρι το σαλόνι, θα μοιάζει λίγο σαν τραπέζι γάμου για να χωρέσει όλους τους μακρινούς θείους που έχεις ξεχάσει κι όλα τα δευτεροτρίτα ξαδέρφια που οριακά θυμάσαι το όνομά τους. Με το που έρθουν ξεκινούν τα σταυρωτά φιλιά και κάτι αδιάφορες χειραψίες κι αγκαλιές, κάτι ματιές από την κορυφή μέχρι τα νύχια, γιατί θα περάσεις από κόσκινο κι εκεί ξεκινάς να μετράς αντίστροφα για το τέλος αυτής της μάζωξης. Σειρά έχουν οι κλασσικές ατάκες, ειδικά αν έχουν να σε δουν και καιρό. «καλέ πόσο έχεις μεγαλώσει; Σε θυμάμαι τόσο δα παιδί να τρέχεις πάνω κάτω στην αυλή και τώρα έχεις γίνει ολόκληρο παλικάρι/κοπέλα». Μετά θα ακολουθήσει το γνωστό «Και τώρα σε τι φάση βρίσκεσαι; Τελείωσες τις σπουδές; Δουλεύεις; Πού δουλεύεις;». Εδώ πιθανόν, μιας και ζούμε στην Ελλάδα θα πέσει κι η ερώτηση «Γιατί δεν πας στην οικογενειακή επιχείρηση να βοηθήσεις και τους γονείς σου τώρα, να τους ξεκουράσεις λιγάκι;». Τι κι αν ο κλάδος μας είναι εντελώς διαφορετικός! Με το που αρχίσει να κυλάει η συζήτηση, θα εμφανιστεί και κάποια θεία και με τις σειρά της θα περάσει στις πιο αδιάκριτες ερωτήσεις, με πρόφαση το πόσο έχεις ομορφύνει. «Και για πες, υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στη ζωή σου; Δε γίνεται τόσο όμορφο παιδί, αποκλείεται». Εννοείται ότι η απάντηση πως δεν είμαστε σε φάση τώρα, θα ακουστεί εξωγήινη. Εδώ θα μας θυμίσει, πόσο χρονών είμαστε, σε περίπτωση που έχουμε ξεχάσει δηλαδή, υπονοώντας ότι ο χρόνος κυλάει και θα χάσουμε το τρένο για την εκκλησία, γιατί αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου και τα γνωστά.
Το πράγμα πιθανόν να χειροτερέψει μόλις κάνει την εμφάνισή της καμία ξαδέρφη με τον μέλλοντα σύζυγό της, που πάνω κάτω έχετε την ίδια ηλικία κι η προσοχή θα ξαναστραφεί πάνω σου, με την ερώτηση «εσύ πότε θα μας φέρεις να γνωρίσουμε κανένα σύντροφο; Να φέρεις ένα καλό παιδί», «Πότε θα δούμε κουφέτα ή κανένα κουτσούβελο; Να χαρεί και λίγο η μάνα σου». Θα προσπαθήσεις να απαντήσεις μονολεκτικά όσο γίνεται μπας και πιάσουν το υπονοούμενο ότι σε φέρνουν σε δύσκολη θέση και λήξει η συζήτηση. Η ώρα εννοείται πως περνάει βασανιστικά αργά, κοιτάς και ξανά κοιτάς το κινητό μπας και περάσει λίγο η ώρα, προσπαθείς να χωθείς στην κουζίνα μέχρι να ξεκουμπιστούν. Κι όταν επιτέλους έρθει εκείνη η στιγμή φιλιέστε σταυρωτά ξανά όπως πριν λέγοντας «μη χαθούμε, καλή χρονιά κι όλα τα καλά σου εύχομαι». Εννοείται δε θα παραλήψεις. Και φτου ξε – ελευθέρια.
Η αλήθεια είναι ότι κάθε χρόνο αυτές οι μέρες κάπως έτσι κυλάνε, θέλοντας το και μη, όσο κι αν παλεύουμε να το αποφύγουμε καμία φορά είναι αναπόφευκτο. Όπως και να το κάνουμε τους συγγενείς δεν τους διαλέγουμε, τους φίλους όμως ναι. Γι’ αυτό ας προσπαθήσουμε να περάσουμε όσο περισσότερο χρόνο μπορούμε με εκείνους που η ώρα περνάει χωρίς να το αντιληφθούμε, που μπορούμε να μιλάμε άνετα με τις ώρες κι η θεματολογία των συζητήσεων μας δεν εξαντλείται ποτέ. Σε αυτούς ενίοτε συγκαταλέγονται κι οι γονείς μας, τα αδέρφια μας, τα ξαδέρφια που μεγαλώσαμε παρέα κι οι θείοι και θείες που αισθανόμαστε σαν δεύτερους γονείς μας.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά