Σφίγγω τα χέρια μου γύρω απ’ το φούτερ μου. Το πρώτο πράγμα που οικειοποιήθηκα. Το δικό σου, δικό μου. Ατσαλάκωτο το φόρεσα πρώτη φορά, ξεχειλωμένο μοιάζει τώρα πάνω μου. Κι όμως, πιο πολύ το αγαπάω τώρα. Είναι στα μέτρα μας. Πάλιωσε κι αυτό αλλά δε λέω να το αποχωριστώ. Κι ας μην έχει τη λάμψη της αρχής κι ας ξεθώριασαν τα χρώματά του.

Όταν κάτι παλιώνει δε χρειάζεται να το πετάς. Να το προσέχεις λίγο περισσότερο χρειάζεται. Η φυγή είναι η εύκολη λύση. Όταν έχεις προβλήματα είναι απλό να το βάζεις στα πόδια. Κλείνεις μάτια κι αυτιά και προχωράς. Το δύσκολο είναι να τα αντιμετωπίσεις, να στύψεις το κεφάλι σου για να βρεθεί λύση. Να αποδείξεις, πρώτα σε ‘σένα, πως τα λόγια που βγήκαν απ’ το στόμα σου κατά καιρούς δεν ήταν κενές αερολογίες.

Πρέπει να φτάσεις το μαχαίρι στο κόκκαλο και να αντέξεις μέχρι τέλους. Καμία μάχη δεν είναι φτιαγμένη για να μένει στη μέση. Όλες καταλήγουν σε ένα αποτέλεσμα. Νίκη, ήττα, ανακωχή. Αν παραμείνεις αδρανής ποτέ δε θα ξέρεις τι θα μπορούσε να έχει γίνει. Όλα πιθανότητες και σενάρια στην άκρη του μυαλού.

Μαζί μπήκαμε σε αυτό το λαβύρινθο και μαζί θα βρούμε μια άκρη. Άλλωστε, κανείς δεν αποφασίζει μόνος τη φυγή του. Είτε τον σπρώχνεις στην άκρη είτε τη λιγουρεύεται από καιρό και είπε να τη φτάσει.

Δε χωρίζουν έτσι οι άνθρωποι. Χωρίς να τα βάλουν κάτω, χωρίς να μοχθήσουν. Χρειάζεται να προσπαθήσεις για να περάσεις τα εμπόδια. Να ακούσεις, να μιλήσεις, μα κυρίως να νιώσεις. Να νιώσεις όλα εκείνα που με τον καιρό θαρρείς πως είναι δεδομένα και ξέχασες τη μυρωδιά και τη γεύση τους. Τα ξέχασες. Τα άφησες πίσω.

Δε χωρίζουν έτσι οι άνθρωποι. Δε χωρίζουν μόνοι. Πάντα δύο. Δύο ερωτεύονται, δύο πορεύονται, δύο διαλύονται. Ζευγάρι. Πότε ο ένας μπρος, πότε ο άλλος πίσω. Βήμα παράλληλο κι όταν κουραστείς να περπατάς, το ζευγάρι στέκει ακίνητο και κοιτάει το ένα το άλλο. Τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά. Μια στιγμή.

Μια στιγμή μπορεί να τα αλλάξει όλα. Το ξέρω και το ξέρεις. Δεν έχουμε μυστικά οι δύο μας. Ποτέ δεν είχαμε. «Μου έχεις εμπιστοσύνη;» μου είχες πει κι έτεινες το χέρι σου προς το μέρος μου. Φοβήθηκα. «Σου έχω», είπα και ήταν η πρώτη φορά που το εννοούσα. Αν ήταν να φάω τα μούτρα μου ας το έκανα μαζί σου.

Δεν πρέπει πρόσωπα που στέκονταν αντικριστά να γίνονται πλάτες γυρισμένες. Χωρίς λόγο, χωρίς κόπο.

Θέλω να μείνεις. Θέλω να μείνω. Μείνε να παλέψουμε τα δύσκολα. Μείνε να φερθούμε ο ένας στον άλλο όπως μας αξίζει. Άσε κατά μέρους πείσματα κι ερινύες και κάτσε δίπλα μου. Δε θέλω να μιλήσεις. Λόγια. Χόρτασα από δαύτα. Μου είπες, σου είπα. Βγάλαμε εσώψυχα, παράπονα κι επιθυμίες. Πράγματα κρατημένα από καιρό. Τα βάλαμε στο τραπέζι και κάτσαμε από πάνω τους να αναλύουμε, να κοιτάμε, να αναζητούμε λύσεις.

Κι εδώ και ώρα, σιωπή.

Αρκετά.  Μένω εδώ να σε καταλάβω. Μείνε εδώ να με νιώσεις. Να προσπαθήσουμε να αντέξουμε. Να κρατηθούμε απ’ όλα εκείνα που κάποτε μας έδεναν και να φτιάξουμε νέους δεσμούς. Να τιμήσουμε το παρελθόν και να φτιάξουμε μέλλον. Κι έπειτα ό,τι θέλει ας γίνει. Τουλάχιστον να μην πούμε πως χάσαμε από φόβο.

«Μου έχεις εμπιστοσύνη;», σου λέω κι απλώνω το χέρι μου στη μεριά σου.

 

Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη