Έβαλα τέρμα τη μουσική. Όσο πιο δυνατός ο ήχος, τόσο λιγότερο ακούω τις σκέψεις μου.
Στο τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας φυλάω όλες μου τις αναμνήσεις. Μικρά, άχρηστα αντικείμενα που φυλακίζουν τις μνήμες μου. Το πρώτο πακέτο τσιγάρα που αγόρασα, τη μπακατέλα που είχα για κινητό, το πάσο της σχολής κι ένα μεγάλο κόκκινο κουτί.
Το ‘χω αυτό το συνήθειο από μικρή. Να δένομαι περισσότερο με πράγματα παρά με ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι. Έρχονται και φεύγουν. Σου λένε «για πάντα» κι εννοούν «για όσο». Δεν μπορείς να τους αναγκάσεις να μείνουν. Δεν έχει και νόημα να τους αναγκάσεις.
Ενώ τα πράγματα μένουν για πάντα ή για όσο επιλέγεις εσύ να μείνουν. Όπως το κουτί με τα δώρα σου. Όλες μας οι αναμνήσεις, όλα τα μικρά σ’αγαπώ και τα μεγάλα θέλω, χώρεσαν σε ένα κουτί. Αστείο δεν είναι;
Όσο αστείος ήταν κι ο τρόπος που έφυγες.
«Να προσέχεις», είπες. Έκλεισες τη πόρτα κι εξαφανίστηκες. Έτσι απλά.
Κι εγώ αντί να κλαίω, έμεινα να γελάω υστερικά. Μου φάνηκες αστείος. Να προσέχεις και του κώλου τα εννιάμερα. Δεν έχω ακούσει πιο ηλίθια ατάκα για να πέσει αυλαία.
Αν ήθελες να προσέχω, να καθόσουν να με πρόσεχες, παλιομαλάκα.
Δεν τα έβαψα μαύρα. Προτίμησα το κόκκινο. Το κόκκινο του θυμού, της τρέλας και της μνήμης. Το κόκκινο του κουτιού σου.
Δεν αντέχω να πετάξω τα δώρα σου. Αρνούμαι να τα πετάξω. Ορκίστηκα να μη πετάξω τίποτα από σένα. Τα μάζεψα όλα και τα έκλεισα εκεί. Με μοναδικό σκοπό, όχι να μη θυμάμαι αλλά να μη ξεχάσω ποτέ.
Βλέπεις, αυτό είναι το καλό με τα αντικείμενα. Δεν παίζουν με το μυαλό μου. Όταν θα ‘χει περάσει καιρός και θα αρχίζω να ξεχνάω τις λεπτομέρειες του προσώπου σου, τα στραβά και τα μείον σου, αυτά θα ‘ναι εκεί να μου θυμίσουν ποιος είσαι στ’ αλήθεια.
Φωτογραφίες, εισιτήρια, σημειώματα, κάρτες, δώρα. Κομμάτια ενός παζλ. Του δικού σου.
Ναι, τα θέλω τα δώρα σου. Τα έχω ανάγκη. Μαζί τους δε προσποιούμαι. Μαζί τους καταλαβαίνω την απουσία σου και θυμώνω. Θυμώνω που έφυγες. Θυμώνω που αντί γι’ άνθρώπους, αγαπώ πράγματα. Θυμώνω που είσαι ξένος.
Θυμώνω που έρχονται και χάνονται οι άνθρωποι απ’ τη ζωή μου. Θυμώνω που έδωσα, ανοίχτηκα, μοιράστηκα και με αντιμετωπίζεις σαν ξένη. Θυμώνω που το ίδιο κάνω κι εγώ για να σώσω το τομάρι μου.
Εγώ, ξένε, δε θέλω να θυμάμαι τίποτα από σένα. Το χαμόγελό σου, το σώμα σου, τα ψεγάδια σου θέλω να σβηστούν απ’ το μυαλό μου.
Θέλω, όμως, να θυμάμαι εμένα. Εμένα πλάι σου, ξένε. Το χαμόγελό μου, το σώμα μου, τα ψεγάδια μου. Να τα θυμάμαι και να τα κρύβω. Να μην αφήσω να μου τα ξαναπάρουν. Να μην έρθουν κι άλλοι και καταλήξουν ξένοι.
Γι’ αυτό τα κρατάω. Για να θυμάμαι να προσέχω τα νώτα μου,να δίνω λίγα και να περιμένω ακόμη λιγότερα. Να μην απογοητεύομαι. Να μην πέφτω για να μη χρειαστεί να σηκωθώ.
Χτίζω τείχη εξαιτίας σου και ζω καλά μέσα σ’ αυτά. Δεν κινδυνεύω. Δεν ενοχλώ. Κοροϊδεύω κι αφήνω να με κοροϊδεύουν. Γιατί τώρα έμαθα πως παίζεται το παιχνίδι.
Δεν κερδίζει πάντα όποιος έχει καλή επίθεση. Κερδίζει όποιος έχει τη καλύτερη άμυνα. Κι εγώ, τώρα, είμαι γεμάτη απ’ αυτές.
Έχω τις μυρωδιές σου, τις στιγμές σου, τις φυγές σου κλεισμένες στο κουτί. Κι όποτε μου λείπεις, το ανοίγω για να μη ξεχάσω.. Όχι εσένα. Εμένα. Ποια ήμουν και ποια έγινα εξαιτίας σου.
Θυμάμαι και προχωρώ μπροστά.