Άγιε μου Βασίλη,
Προχωράμε ολοταχώς για την καλύτερη, κατά γενική ομολογία, εποχή του χρόνου. Όπως και να το κάνεις κάτι διαφορετικό έχουν τούτες ημέρες από όλες τις υπόλοιπες στο ημερολόγιο. Λίγο η άδεια, λίγο τα δώρα, λίγο που μαζεύεται όλο το συγγενολόι άνευ λόγου κι αφορμής, τα συμπαθάμε τα Χριστούγεννα.
Άντε να κατεβάσεις τις κούτες με το δέντρο, άντε να γεμίσει ο τόπος χρυσόσκονες και γκι, άντε να βάλεις να ακούσεις για εκατομμυριοστή φορά το «Last Christmas» για να ζεστάνει το σπίτι και να νιώσεις θαλπωρή. Κι ας πούμε, πως τα έκαμα όλα σωστά. Έφτιαξα και τη ζεστή μου σοκολάτα στην κούπα με την παχουλή σου φάτσα, πρώτη μούρη στην πορσελάνη, φόρεσα και χουχουλιάρικες πυτζάμες και ξάπλωσα στον καναπέ να χαζέψω τα «τρεμοπαίζοντα» φωτάκια.
Κάπου εδώ ξεκινάει το δράμα το ελληνικό, το σωστό, το πρόστυχο.
Όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι όταν σκέφτονται τις γιορτές φαντάζονται κρύο, χιόνι, Ροβανιέμι, Ρούντολφ, τζάκια αναμμένα κι ένα σπίτι να μοσχοβολάει λιχουδιές. Όλα καλά κι άγια μέχρι εδώ, αλλά αν μοιραζόμασταν τον ίδιο τόπο θα ήξερες πως αντιμετωπίζουμε μια αντικειμενική δυσκολία: τον καιρό. Σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο τούτου του ημισφαιρίου, οι άνθρωποι γιορτάζουν τουρτουρίζοντας απ’ το ψύχος. Μόνο στην Ελλάδα κοντεύουμε να αλλάξουμε χρόνο στη παραλία πίνοντας μοχίτος με τα πιτσιρίκια να λένε τα κάλαντα με τα γιουκαλίλι στα χέρια.
Και καλά εντάξει. Δεν είπαμε να κυκλοφορούμε σαν τους Εσκιμώους και να μένουμε σε ιγκλού, αλλά ας έριχνε μια νιφάδα, έτσι για το καλό. Να δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα. Να βάλουμε τα πουλόβερ μας τα πλεχτά, τα σκουφιά μας τα μάλλινα, να σκεπάσουμε τις κόκκινες μύτες μας με κασκόλ και να ξαμοληθούμε στους δρόμους όπως τόσοι και τόσοι κομπάρσοι σε όλες τις χριστουγεννιάτικες, αμερικάνικες ταινίες που σέβονται τον εαυτό τους.
Διότι τι καλύτερο έχουν αυτοί από μας; Δεν έχουμε εμείς δικαίωμα να ξυπνήσουμε μια ωραία πρωία -κατά προτίμηση χριστουγεννιάτικη πρωία- και να ουρλιάξουμε από χαρά επειδή ο δρόμος είναι στρωμένος με χιόνι; Δεν μπορούμε εμείς να φτυαρίσουμε την είσοδο του σπιτιού μας φορώντας μια ρόμπα κόκκινη λόγω ημέρας; Δεν ξέρουμε εμείς να φτιάχνουμε χιονάνθρωπο και μετά να τον χαζεύουμε πίνοντας ροφήματα με ζαχαρωτά; Τι ρατσισμός είναι αυτός;
Καταλαβαίνω πως δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα και κρύο δεν έκανε ποτέ, αλλά μη το ξεφτιλίσουμε κιόλας. Τα αγαπάμε τα καλοκαίρια μας, αρκεί να ξέρουν πότε να φεύγουν. Δεν μπορούμε να στολίζουμε, να μαζευόμαστε για να φάμε τη γαλοπούλα τη γεμιστή και να μην έχουμε ένα happening να ασχοληθούμε. Καλά είναι τα κουτσομπολιά για το πόσο πάχυνε η θεία Τούλα και πόσο φαφλατάς είναι ο θείος Σάκης, αλλά κάνει κοιλιά το story και χασμουριέται το κοινό.
Μια χιονισμένη ανατροπή θα έσωζε την παρτίδα. Θα ξυπνούσαμε με άλλη διάθεση και θα ντυνόμασταν σαν κρεμμύδια για να ξεμυτίσουμε στην πόλη. Θα μουρμουρίζαμε μελωδίες, θα χαζεύαμε βιτρίνες και θα τρέχαμε να χωθούμε στο πρώτο ζεστό μαγαζάκι που θα βρίσκαμε μπροστά μας. Θα απολαμβάναμε τα ρακόμελά μας για να ζεστάνουμε το κοκαλάκι μας, θα παίζαμε λίγο χιονοπόλεμο, θα βγάζαμε και μια selfie με hashtag #snowing_Xmas και θα νιώθαμε και πάλι παιδιά.
Όχι, σαν τώρα, που άμα δεν έχεις καταγωγή απ’ τη Βασιλίτσα και το Πήλιο, κάθεσαι και νοικιάζεις dvd για να δεις χιονισμένο τοπίο και να μπεις στο κλίμα στων ημερών. Κάπως έτσι καλλιεργούνται τα καταραμένα σύνδρομα κατωτερότητας στα ελληνόπουλα. Κοτζάμ γαϊδούρια και να μην έχουμε κάνει λευκές γιορτές. Ανεπίτρεπτο.
Τώρα που το σκέφτομαι, τι θες; Να καταντήσουμε σαν τους Ινδιάνους που χορεύουν το χορό της βροχής μπας και ρίξει μια στάλα πάνω απ’ τα κεφάλια τους; Επειδή εμείς αποκλείεται να φορέσουμε φτερά και πούπουλα και να κουνιόμαστε σαν τους Μάο- Μάο για να ικετέψουμε για μια χιονόπτωση, θα προτιμήσω τον παραδοσιακό τρόπο:
«Αγαπημένε μου Αϊ- Βασίλη, φέτος που όλοι σου ζητάνε πράγματα παραδοσιακά και συνηθισμένα, εμείς που ξέρουμε από κρίση, ζητάμε παχύ και ολόλευκο χιόνι. Ανέξοδο και φυσικό χιόνι για να γεμίσει τους δρόμους, τις πλατείες, τις αυλές και τα σοκάκια. Χιόνι να φέρεις, να γεμίσει ο τόπος χαμόγελα και παιχνίδι.
Λευκές γιορτές και ζεστά σπίτια για όλους!»
Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Σοφία Καλπαζίδου