Υπήρξε μια εποχή στις ζωές όλων μας που μας παρακαλούσαν να κοιμηθούμε. Τότε που η ενέργειά μας χτυπούσε μονίμως κόκκινο κι οι γύρω μας προσεύχονταν σιωπηλά να παραδοθούμε στην αγκαλιά του Μορφέα για να βγάλουμε το σκασμό. Και τα χρόνια περνάνε γιατί αυτή είναι η δουλειά τους κι εμείς μεγαλώνουμε και δεν προλαβαίνουμε μήτε να κλάσουμε. Βλέπουμε όνειρα με το κιάλι γιατί για να δεις όνειρα πρέπει να κοιμηθείς σαν άνθρωπος κι εμείς δε θυμόμαστε από πότε έχουμε να κοιμηθούμε φυσιολογικά.
Μέσα στον κακό χαμό, το άγχος και την τρέλα, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα μας τρίβουν στη μούρη πόσο πιο τυχεροί είναι από εμάς. Άνθρωποι που μας μοιάζουν, με δύο πόδια και δύο χέρια, με ένα κεφάλι κι ένα ζευγάρι μάτια που τα κλείνουν με περισσή ευκολία οπουδήποτε κι αν βρεθούν. Ευλογημένοι άνθρωποι που κρύβουν τον ύπνο στο τσεπάκι τους και τον βγάζουν από ‘κει όταν τους κάνει κέφι.
Οι απανταχού υπναράδες είναι μια κατηγορία από μόνοι τους. Δεν είναι σαν τους απλούς υπναράδες που τους χαρακτηρίζει ένα γεμάτο δωδεκάωρο ύπνου στο κρεβάτι τους. Αυτοί είναι προβλέψιμοι. Γουστάρουν να κοιμούνται πολλές ώρες και το δηλώνουν. Ξέρεις με τι έχεις να κάνεις. Δεν περιμένεις να εμφανιστούν στην ώρα τους ή να ξυπνήσουν απ’ τα άγρια χαράματα.
Οι απανταχού υπναράδες είναι ύπουλη φάρα. Δε φανερώνουν απ’ τη αρχή τα χούγια τους. Φαντάζουν κανονικά άτομα με ασχολίες, φίλους, παρέες, σχέσεις κι όλα τα συναφή. Τίποτα πάνω τους δε σε προειδοποιεί για το κακό που θα σε βρει, μέχρι που σε βρίσκει.
Την πρώτη φορά που θα τύχει να τους πάρει ο ύπνος όταν βρίσκεσαι κάπου δίπλα, θα το θεωρήσεις ένα τυχαίο γεγονός. Σε όλους μπορεί να τύχει να νυστάξουν και να αποκοιμηθούν μετά από μία πολύ κουραστική ημέρα. Θα το βρεις και χαριτωμένο που ένιωσε τόσο οικεία κοντά σου και μπόρεσε να κοιμηθεί.
Γρήγορα τα περιστατικά της άτακτης υπνηλίας θα κάνουν την παρουσία τους πιο έντονα αισθητή. Θα επαναληφθούν με ταχύτητα και συχνότητα που θα σε εκπλήξουν. Κανένας δεν μπορεί να κοιμάται τόσο εύκολα όπου τον τοποθετήσεις, εκτός κι αν μιλάμε για ένα βρέφος κάποιων μηνών που το ημερήσιο πρόγραμμά του περιορίζεται στο τρίπτυχο μαμ, κακά και νάνι. Όταν, όμως, έχεις να κάνεις με έναν ενήλικα που κοιμάται όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα μυστήριο αντίστοιχο με εκείνο του τριγώνου των Βερμούδων.
Εκείνοι που κοιμούνται όπου ακουμπήσουν είναι παντού γύρω μας. Είναι στην οικογένειά μας, στην παρέα μας, στη δουλειά μας, στη σχέση μας, στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Δεν είναι απαραιτήτως ανήμποροι να πάνε μέχρι τον κοντινότερο καναπέ για να πάρουν έναν υπνάκο. Όχι, λίγα λεπτά προτού γείρουν και τον πάρουν, μπορεί να είναι απείρως ενεργητικοί και δραστήριοι. Μπορεί να μιλάτε, να γελάτε, να μαλώνετε και μέσα σε ένα λεπτό σιωπής να γυρίσεις και να κοιμούνται πάνω σε οτιδήποτε είναι δυνατό να κοιμηθεί ένας άνθρωπος. Σε ένα τραπέζι, μια καρέκλα, ακουμπισμένοι σε έναν τοίχο, γερμένοι σε ένα παράθυρο ή ακόμη και πάνω σου.
Δεν πτοούνται απ’ τους ήχους και τους θορύβους, απ’ τις ομιλίες και τις εντάσεις. Το ίδιο εύκολα νανουρίζονται βλέποντας μια ταινία ή αγκαλιάζοντας ένα ηχείο που ουρλιάζει στη γωνία ενός κλαμπ. Μη ρωτάς το γιατί. Μπορεί από βαρεμάρα, μπορεί από εξάντληση, μπορεί επειδή ήτανε στραβό το κλήμα και το ‘φαγε κι ο γάιδαρος. Δεν ντρέπονται, δε νιώθουν πως κάνουν κάτι κακό. Θεωρούν φυσιολογικό όταν νυστάζουν, να πέφτουν για ύπνο.
Δεν πα να χτυπιέσαι κάτω σαν χταπόδι, να τους κοροϊδεύεις, να γελάς με τα χάλια τους και να τους παρακαλάς να ξεκουραστούν λίγο προτού βρεθείτε για να μην καταλήξεις πάλι με την κοιμωμένη του Χαλεπά. Μάταιος κόπος. Εκείνοι θα κάνουν πάντα το δικό τους και θα έχουν έτοιμη τη δικαιολογία στην άκρη των χειλιών τους: «Δεν κοιμόμουνα. Λίγο τα μάτια μου ξεκούραζα».
Ποτέ. Για κανένα λόγο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη