Πόσο συμπαθώ τους ανθρώπους που μιλάνε λίγο. Κλείνονται στη σιωπή τους και παίρνουν το λόγο όταν αυτό που έχουν να πουν, πρέπει να ειπωθεί. Δεν κακοποιούν τις λέξεις για να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Δε μαστιγώνουν τα αυτιά με κούφια νοήματα. Μιλάνε όταν έχουν κάτι να πουν, όταν πιστεύουν αυτό που θα πουν.

Χρησιμοποιούν οι άνθρωποι τις λέξεις αγόγγυστα, ανεξέλεγκτα. Τις βγάζουν απ’ τα χείλη τους με τεράστια ευκολία. Ξέρουν, βλέπεις, πως τις λέξεις τις παίρνει ο αέρας και χάνονται στο χρόνο και στη λήθη. Και να μιλήσεις, ποιος θα ακούσει; Και να μιλήσεις, ποιος θα το θυμάται; Λες, λες , λες. Χάνεται η ουσία. Ξεφτιλίζονται τα νοήματα. Ξεχνάνε οι άνθρωποι τι λένε, πώς το λένε, γιατί το λένε. Μιλάνε για να μιλάνε. Για να καλύψουν μια σιωπή που τους φοβίζει περισσότερο απ’ την πολυλογία.

Μιλάνε οι άνθρωποι για να μιλάνε. Χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό. Λένε όσα οι άλλοι θέλουν να ακούσουν. Λένε όσα πρέπει να πούνε, να ξεμπερδέψουν, να πάνε παρακάτω. Μιλάνε και δεν ακούνε μήτε τους εαυτούς τους. Μιλάνε γιατί έτσι πρέπει. Πόσο να μείνεις βουβός. Πάρε τις λέξεις και φτιάξε κάτι, οτιδήποτε. Λέξεις να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι.

Μισές κουβέντες, υπονοούμενα, χαμηλωμένα βλέμματα, αγωνιώδεις αναστεναγμοί για να τελειώσει κι αυτό. Έχεις παίξει κρυφτό με τις λέξεις; Να μην ξέρεις ποιος σε κυνηγάει και ποιος θα σε φανερώσει. Κρυψώνα οι κουβέντες που θα ξεστομίσεις. Μικρές, σκοτεινές γωνιές για να προστατευτείς ή να προστατέψεις. Ευλαβική η σειρά των προτάσεων, χειρουργικής ακρίβειας τα νοήματα. Αν ξεφύγει κάτι, θα φανείς και δεν το θες. Κανείς δεν το θέλει.

Κρύβονται οι άνθρωποι πίσω από σκόρπιες λέξεις, μισόλογα κι ατάκες που άλλο εννοούν κι άλλο φανερώνουν. Δειλοί για μια συνέχεια απρογραμμάτιστη, έξω απ’ τα νερά τους και τα συνηθισμένα τους. Δε μιλάνε πια για όσα πονάνε, όσα νιώθουν, όσα θέλουν να ουρλιάξουν. Αυτά κάνουν πληγές. Τα αφήνουν στην ησυχία τους κι αγγίζουν τα άλλα, τα ξενέρωτα κι απλά. Αυτά δεν κάνουν κακό, δεν ενοχλούν, δε ματώνουν.

Πώς καταντήσαμε έτσι; Για ποιον αναθεματισμένο λόγο τρέμουμε να πούμε, να μιλήσουμε, να τολμήσουμε; Είδος προς εξαφάνιση οι σταράτες κουβέντες. Απόντα τα ξεκάθαρα νοήματα. Δειλοί και φοβισμένοι να αντικρύσουμε την αλήθεια. Να την ξεστομίσουμε, να τη χωνέψουμε, να τη διαχειριστούμε. Πότε γίναμε ένα μάτσο ψεύτες; Ανίκανοι να αφήσουμε τον εγωισμό μας στην άκρη, να εκτεθούμε και να εκθέσουμε.

Κρύβουμε τις αλήθειες μας μακριά απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα. Μην ανοίξουμε συζήτηση γι’ αυτές. Δεν κάνει. Μη δείξουμε τα αληθινά μας πρόσωπα και πέσουμε στα μάτια των άλλων. Μην πληγώσουμε κανέναν ενώ μπορούμε να το αποφύγουμε. Μη φανούμε κακοί και χάσουμε δύναμη, προνόμια, ανθρώπους. Μη μάθουμε κάτι και πελαγώσουμε, στραβώσουμε, θυμώσουμε. Μην πάθουμε ειλικρίνεια και δεν έχουμε πού να κρυφτούμε. Βόλεμα σε συσκευασία δώρου.

Εθιστήκαμε να ψάχνουμε τα κρυφά νοήματα πίσω από τις λέξεις. Έτσι ερωτευόμαστε, έτσι επικοινωνούμε, έτσι πορευόμαστε. Με μισόλογα και μια ανάγκη να μας διαβάσουν καλύτερα απ’ ό,τι διαβάζουμε εμείς. Γοητευτικό το μυστήριο, κοφτερή η ειλικρίνεια. Ξεχάσαμε τα βασικά.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη λύτρωση απ’ τον πόνο που σου προκαλεί η αλήθεια. Μην μπερδεύεσαι. Δεν είναι τα λόγια που πονάνε. Είναι τα χείλη εκείνου που τα λέει που σε γδέρνουν σε σημεία.

Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη