Υπάρχουν μέρες που ξυπνάς με ένα χαμόγελο στα χείλη. Έτσι χωρίς λόγο. Ξυπνάς μες την τρελή χαρά και απορείς με τον εαυτό σου.

Φτιάχνεις καφέ, βάζεις μουσική και σιγοτραγουδάς γιατί κάτι μέσα σου, σού λέει πως σήμερα θα είναι μια ωραία μέρα. Δεν το πολυσκοτίζεις. Δεν αναλύεις γιατί νιώθεις έτσι. Αφήνεσαι να δεις που θα σε βγάλει. Αρπάζεις τα κλειδιά σου και βγαίνεις να μοιράσεις τις πιο αυθόρμητες καλημέρες που είπες ποτέ.

Ωραίες μέρες αυτές, γεμάτες ήλιο και φως. Σχεδόν ποτέ δεν τις περνάς μόνος. Η ευτυχία είναι συναίσθημα συντροφικό. Όσο πιο πολλοί τη βιώνουν, τόσο περισσότερο θεριέυει.

Τη χαρά μας οι άνθρωποι πάντα τη μοιραζόμαστε λες και θέλουμε να επιβεβαιώσουμε στη ματιά του άλλου την ύπαρξή της. Γιατί έχει χρώματα κι αρώματα που θες παρέα για να τα δεις και να τα μυρίσεις.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η χαρά περιγράφεται με χίλια χρώματα και η θλίψη με ένα. Η μία είναι κόκκινη, ροζ, πορτοκαλί. Η άλλη μαύρη. Πάντα μαύρη, άρα κακιά.

Γιατί το μαύρο είναι κακό; Το μαύρο είναι η βάση όλων των χρωμάτων. Σε αυτό χρωστούν την ύπαρξή τους όλα τα υπόλοιπα «φαντεζί» χρωματάκια.

Να το αγαπάς το μαύρο. Να βλέπεις πίσω από αυτό. Να μάθεις να ανέχεσαι τον εαυτό σου και εκείνες τι άλλες μέρες, τις «μαύρες» . Αυτές που δεν έχεις διάθεση να σηκώσεις το πόδι σου από το στρώμα. Έτσι χωρίς λόγο. Ξυπνάς και τα βλέπεις όλα χάλια. Δεν σε νοιάζει το γιατί. Εσύ έτσι τα βλέπεις και σου είναι αρκετό.

Μη βιαστείς να ξορκίσεις το κακό από πάνω σου. Μην κρυφτείς από τη μαυρίλα σου. Αφέσου να σε τυλίξει. Είναι μυστήρια όμορφες οι στιγμές που κανείς δε μπορεί να σε βγάλει από το καβούκι σου.

Μια ξεχειλωμένη φόρμα, μια κουβέρτα κι ο εαυτός σου. Παρέα σου μόνο οι σκέψεις.

Κι ας είναι πολλές, κι ας είναι φλύαρες, κι ας μη σ’αφήνουν σε ησυχία.

Είναι ζόρικη παρέα το μυαλό σου. Το ξέρεις, γι’αυτό το αποφεύγεις. Το είχες ξεχάσει πως υπάρχει μες το κεφάλι σου. Ξαφνιάζεσαι που λειτουργεί. Καιρό τώρα το έχεις βάλει στον αυτόματο πιλότο κι έρχεται τώρα να σε ξεβολέψει.

Μη φοβάσαι. Δεν θα σου πει τίποτα καινούριο. Πράγματα που ήξερες και είχες βάλει κάτω από το χαλί θα σου θυμίσει. Δικά σου σκουπίδια δεν είναι αυτά; Τσαντίζεσαι με την ανακάλυψη.

Εσύ σήμερα δε θες να σκουπίσεις. Δε θες να κάνεις τίποτα. Θέλεις να κάτσεις και να κοιτάς με τις ώρες εκείνο το χνούδι δίπλα από το τραπεζάκι. Εκείνο το χνούδι θα είναι ο τράγος σου ο αποδιοπομπαίος για απόψε. Αύριο βλέπουμε.

Το κοιτάς με τόσο θυμό που ορκίζεσαι πως διασπάται μπροστά στα μάτια σου σε χιλιάδες κόκκους σκόνης.

Είναι η στιγμή που παίρνεις το ρίσκο και αποφασίζεις να κάνεις παρέα με τον εαυτό σου.

Ξεκινάς επιφυλακτικά, όπως πάντα όταν γνωρίζεις κάποιον. Λύνεσαι όσο περνάει η ώρα. Λυτρώνεσαι όταν ανακαλύπτεις ότι δεν είναι και τόσο άσχημος τελικά.

Είχες άδικο που τον έντυνες σαν καρνάβαλο με χρώματα ζωηρά πάντα. Άλλο χρώμα για το πάθος, άλλο για την ελπίδα, άλλο για την υπομονή.

Μαύρο δε του φόρεσες ποτέ. Το φοβόσουν. Κακώς τελικά. Το μαύρο κρύβει δύναμη. Του πάει το μαύρο.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη