Σαν τρελοί τις περιμέναμε εκείνες τις νύχτες. Τις νύχτες που η θάλασσα ηρεμεί και σε αφήνει να χαζέψεις πάνω της τη λάμψη του φεγγαριού. Ακόμη κι ο αέρας εξαφανίζεται. Ακούγεται μόνο ο παφλασμός του νερού καθώς αγγίζει τα βότσαλα και κάποια τζιτζίκια κάπου στο βάθος.
Πάντα είχαν κάτι μαγικό εκείνα τα βράδια. Εξαντλημένοι απ’ τη ζέστη της μέρας και με την αλμύρα να αγκαλιάζει τα κορμιά μας, είχαμε ακόμη όρεξη να γεμίσουμε τη νύχτα με νέες εικόνες. Ένα σωρό χρωματιστές σαγιονάρες στραβοπατούν στην ακρογιαλιά, ψάχνοντας ξύλα για να γίνει η σκέψη πραγματικότητα. Λίγες καλαμιές εδώ, ένα κούτσουρο παραπέρα, λίγα ξεβρασμένα από καιρό ξύλα της θάλασσας.
Ο καθένας είχε κι από ένα ρόλο. Άλλοι συγκέντρωναν καύσιμα, άλλοι έφερναν φαγητά, άλλος έφερνε μουσική κι άλλος σφήνωνε με πέτρες τις μπίρες στο νερό για να παραμείνουν κρύσταλλο. Μία ομάδα με τον ίδιο σκοπό. Σκόρπιες φωνές, χαχανητά, πειράγματα. Όλη η παρέα διασκορπισμένη με μοναδικό σκοπό να ενωθεί λίγο αργότερα περιμετρικά από μία φωτιά στο μέσο της παραλίας.
Αυτές οι φωτιές πλάι στο κύμα έχουν μαγικές ιδιότητες. Μεταμορφώνουν την παραλία στον πιο δικό σου επίγειο παράδεισο. Νιώθεις να σου ανήκει κάθε της τετραγωνικό. Στην πραγματικότητα, μέχρι να καεί κι η τελευταία υποψία ξύλου, εσύ είσαι εκείνος που της ανήκει. Ολοκληρωτικά. Μπορεί να σε ταξιδέψει, να σε σημαδέψει, να σε ακούσει ή να σου πει πράγματα που ποτέ σου δεν είχες φανταστεί.
Ξεκινάει πάντα σαν μία ιδέα που ρίχνει κάποιος στο τραπέζι για να μαζευτεί η παρέα και να κάνει κάτι διαφορετικό. Φορές για να στήσει ένα δικό της πάρτι, να διασκεδάσει, να ξεσαλώσει με την άνεσή της. Φορές για να ηρεμήσει, να μιλήσει, να περάσει χαλαρές στιγμές με τους ανθρώπους που μοιράζεται τις διακοπές της. Άλλος ξενερωμένος στη σκέψη, άλλος ενθουσιασμένος, άλλος αδιάφορος ακολουθεί το μπουλούκι. Κι όμως, κανένας δεν μπόρεσε να παραμείνει αμέτοχος στο γαϊτανάκι του παρεΐστικου καλέσματος.
Δεν έχει να κάνει με το μέρος, τους ανθρώπους, τη νύχτα. Έχει να κάνει με τη φωτιά. Εκείνη είναι που παρασύρει στο διάβα της ταμπού, εγωισμούς, συναισθήματα. Σε αφήνει γυμνό στα μάτια των υπολοίπων κι εκείνους αντίστοιχα, ολόγυμνους στο βλέμμα σου. Σου δίνει την ευκαιρία να γνωριστείτε. Παίζει παιχνίδια μαζί σου και σε αφήνει να παίξεις κι εσύ το δικό σου.
Τα πρόσωπα φωτίζονται απ’ τις φλόγες. Τα κορμιά μετά τις νυχτερινές βουτιές, μαζεύονται το ένα δίπλα στο άλλο σε σχήμα κυκλικό. Στήνονται πηγαδάκια μέχρι κάποιος να πετάξει: «Παίζουμε τίποτα;». Φαεινές ιδέες διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι να παρθεί η απόφαση.
Κι έπειτα, γέλια, σπόντες, ματιές ζεσταίνουν το κλίμα. Ύστερα, σε κάθε παρέα που σέβεται τον εαυτό της υπάρχει κάποιος που παίζει κιθάρα ή κάποιος που το παίζει τραγουδιστής κι είναι το ίδιο πρόσωπο που παρασέρνει και τους πιο κακόφωνους σε μία αυτοσχέδια συναυλία. Μια παραγγελιά, κάποια μελωδία γεμάτη υπονοούμενο, δύο χέρια που απομονώνονται λίγο παραπέρα για να ανταλλάξουν φιλιά.
Κι όταν η ώρα θα ‘ναι περασμένη κι η ατμόσφαιρα λίγο φορτισμένη κάποιος θα θέλει να εξομολογηθεί κάτι που τον βαραίνει. Κάτι που ένιωσε πως ήρθε η ώρα του να ειπωθεί. Οι συμβουλές θα πέσουν βροχή, οι αγκαλιές θα ανοίξουν, τα μάτια μπορεί να υγρανθούν. Τα όνειρα για το μέλλον, οι προσδοκίες, οι φόβοι θα κάνουν παρέλαση μέχρι να σβήσει και η τελευταία σπίθα που τους κρατούσε συντροφιά όλο το βράδυ.
Και κάπου εκεί, την ώρα που ο αυγερινός διαδέχεται την πούλια, ανυποψίαστοι για το τι τους περιμένει, τυλιγμένοι με νωπές πετσέτες θαλάσσης θα πάρουν το δρόμο για το σπίτι. Θα πουν «τα λέμε», αγνοώντας πως αυτή μπορεί να ήταν μία απ’ τις καλύτερες νύχτες της ζωής τους.
Τα λέμε.
Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Πωλίνα Πανέρη