Τα ξυπνητήρια χτυπάνε εδώ και ώρα.

Μετά από άπειρες αναβολές, κάποιος απ’ τους δύο θα αποφασίσει πως άργησε και θα πετάξει από πάνω του το πάπλωμα.

Μια γουλιά καφέ, δυο παπούτσια φορεμένα βιαστικά κι ένα φιλί για καλημέρα. Όταν κοιμούνται χώρια, το τηλέφωνο παίρνει τη θέση του φιλιού. Έτσι, για να ξεκινήσει καλά η μέρα.

Κι έπειτα, τους ρουφάει η καθημερινότητα στη δίνη της.

Δουλειά, ωράρια και υποχρεώσεις. Θα μιλήσουν κάποιες φορές στα πεταχτά. Άλλες από επιθυμία κι άλλες από συνήθεια. Οι μέρες τους είναι γεμάτες από viber, σινεμά κάθε Τετάρτη και σεξ κάθε Σαββατοκύριακο.

Περνάνε τις ώρες τους μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Μοιράζονται εμπειρίες μέσα από αφηγήσεις. Συντροφεύουν μέσα από λόγια. Κουκουλώνουν όσα τους απομακρύνουν πάνω σε ένα στρώμα που τους φέρνει πιο κοντά.

Όσο δεν ξενοκοιτούν, δε μαλώνουν, δε χωρίζουν, όλα βαίνουν καλώς. Το αποκαλούν σχέση και μάλιστα καλή, σωστή, γεμάτη.

Όμως, η αξία μιας σχέσης είναι ανάλογη του χρόνου που περνά μαζί ένα ζευγάρι. Δε φτάνει ένας καφές, μια βόλτα και μια καληνύχτα για να γεμίσουν τα κενά.

Η παγίδα, άλλωστε, δεν είναι στις ώρες της νύχτας. Αυτές κουτσά-στραβά θα περάσουν. Στις ώρες της μέρας είναι που χάνεται το παιχνίδι.

Εκεί κρύβεται όλη η ουσία. Η μαγεία του να δένεσαι και να συμπορεύεσαι, του να αφήνεις πίσω κομμάτια του παλιού σου εαυτού και να κάνεις χώρο για εκείνα τα άγνωστα που θα αφήσεις τον άλλο να σε μυήσει.

Δεν έχει σημασία ούτε το πως ξεκίνησες, ούτε το πόσο άντεξες. Σημασία έχει τι έδωσες και τι πήρες. Πόσα μοιράστηκες. Πώς η μοναξιά σου έγινε συντροφικότητα, πόσα από τα εγώ σου έγιναν εμείς και πόσες φορές το χέρι σου βρέθηκε τυλιγμένο μέσα σε ένα άλλο.

Η σχέση είναι οικοδόμημα. Δε ρίχνεις τα μπετά για τα θεμέλια και περιμένεις να χτιστεί από μόνη της. Δεν έχει αυτόματο πιλότο. Θέλει κόπο. Καθημερινό κι αέναο.

Θέλει «μαζί». Όσο «μαζί» αντέχεις.

Θέλει να μάθεις τα χούγια του, να ακούσεις τη γκρίνια της, να τρέξεις σε ένα γήπεδο και να φας το καμμένο φαγητό της.

Θέλει να πάτε ένα σουπερμάρκετ, να βγάλετε το σκύλο βόλτα, να μαγειρέψετε για δύο και να μη χαλάσετε όλο το ζεστό νερό στο ντουζ.

Θέλει να μη σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου. Να κάνεις χώρο για ένα ακόμη άτομο δίπλα σου.

Θέλει να μπλέκεσαι μες στα πόδια του άλλου κι εκείνος στα δικά σου και ν’ αποζητάς αυτό το μπλέξιμο.

Θέλει ν’ αφήσεις το α’ ενικό και να πιάσεις το α’ πληθυντικό.

Όταν γουστάρεις, όταν καυλώνεις εγκεφαλικά και σωματικά, όταν η κτητικότητα γίνεται δεύτερη φύση σου και η παρουσία του άλλου απαραίτητη στη ζωή σου, οφείλεις να παλεύεις κάθε μέρα.

Κάθε πρωί να λογαριάζεις τον εαυτό σου ηττημένο και μέχρι το βράδυ να αγωνίζεσαι να βγεις νικητής.

Μην αφήνεσαι σε ρουτίνες, προγράμματα και χρονοδιακόπτες.

Η αγάπη θέλει δύο. Δύο να μοιράζονται τα πάντα ή το κενό.

Διαφορετικά δεν έχεις σχέση. Έχεις γκόμενο κατά συνθήκη με συνταγή γιατρού. Τρεις φορές την εβδομάδα μετά τη δουλειά και πριν τον ύπνο.

Το μαζί θέλει να διαθέτεις χρόνο. Χρόνο ποιοτικό και ουσιαστικό. Χρόνο για να μοιράζεσαι όσα ευχόσουν να μοιραστείς όταν ήσουν μόνος. Χρόνο για να χώνεις τη μύτη σου στη ζωή του άλλου κι ο άλλος στη ζωή σου.

Ή μάλλον λάθος. Όχι, ζωή σου και ζωή μου.

Α’ πληθυντικό.

Η ζωή μας.

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη