Την ώρα που πέφτουν τα σκοτάδια φαίνεται η αλήθεια του ανθρώπου. Ανάμεσα σε σκιές κι ησυχίες φανερώνουν οι άνθρωποι τα πρόσωπά τους. Κανέναν δεν ξέρεις πραγματικά μέχρι να τον αγγίξει το σκοτάδι. Στα φώτα της μέρας όλοι ίδιοι, πανομοιότυπα κοινοί. Σχήματα τέλεια, έτοιμα να υποκριθούν για οτιδήποτε πονάει, προσβάλλει, αγγίζει.
Τις νύχτες λύνονται οι γλώσσες, τις νύχτες απλώνονται οι λέξεις στο χώρο ψιθυριστά, με ήχους σιωπηρά εκκωφαντικούς. Καμία κουβέντα δεν είναι αληθινή αν τα ρολόγια δε δείξουν μεσάνυχτα. Αν οι αντιστάσεις δεν κοπούν κι οι άμυνες δεν πέσουν. Μέσα στην απόλυτη ησυχία ακούγονται οι δυνατότεροι θόρυβοι. Εκείνοι που έχουν κάτι να πουν, που περιμένουν όλη τη μέρα να έρθει κάποιος να τους ακούσει.
Είναι εκείνη η ώρα που όλα τα άψυχα αντικείμενα παίρνουν υπόσταση γιατί οι άνθρωποι που τα περιβάλλουν τους δίνουν κάτι απ’ τη ενέργειά τους. Όταν όλη η φύση ησυχάζει, είναι ευκολότερο να αποκαλύψεις τα κομμάτια της ψυχής σου. Σε λίγους κι εκλεκτούς, τυχαία επιλεγμένους από τη ζαριά της μοίρας. Άλλοτε ένας φίλος καρδιακός, άλλοτε ένας σύντροφος, άλλοτε πάλι ένας άγνωστος τη σωστή ώρα στο σωστό μέρος. Δε χρειάζονται πολλά. Μόνο η κατάλληλη συντροφιά που θα σε ξεκλειδώσει.
Κανένας καναπές δε θα γινόταν εξομολογητήριο αν δεν ήταν δύο τα κορμιά που βούλιαζαν πάνω του. Κανένα κρασί δε θα άνοιγε στόματα αν το εσωτερικό του δεν κυλούσε σε δύο ποτήρια. Κανένα πρόβλημα δε θα έβγαινε στην επιφάνεια εάν δεν ήταν πια η ώρα του να μοιραστεί για να βρει τη λύση του. Τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα συνέβαινε στα αλήθεια αν το ρολόι έδειχνε άλλη ώρα.
Το ‘χουν σε κακό οι άνθρωποι να λένε αλήθειες τη μέρα. Νιώθουν εκτεθειμένοι, ανήμποροι να διαχειριστούν την όποια αδυναμία τους σε πρόσωπα και καταστάσεις. Τη μέρα παλεύουν να κρύψουν ακριβώς αυτό: πως είναι άνθρωποι με ψεγάδια και κουσούρια κι ουλές. Καμουφλάρονται όπως-όπως για να περάσει το φως από πάνω τους και να κρατήσουν τα μυστικά τους έτσι όπως είναι. Μυστικά.
Κι όταν η ώρα περάσει, όταν δε θα ‘χουν πια δύναμη να κρύβονται, όταν δε θα βρίσκουν λόγο να κρύβονται, θα ανοίξουν τα χαρτιά τους φαρδιά πλατιά στο τραπέζι για να τα δεις κι εσύ. Να έρθουν αντιμέτωποι με όσα συχνά τρομάζουν, όσα πονάνε, όσα λυγίζουν, όσα σκέφτονται βαθιά μέσα τους. Είναι η δική τους ώρα. Εκείνη η στιγμή που κάνουν δώρο στον εαυτό τους λίγη από την αλήθεια τους. Να τη δουν, να την αντιμετωπίσουν, να ξέρουν με τι έχουν να κάνουν, να αποφασίσουν πώς θα πορευτούν.
Οι μεταμεσονύκτιες συζητήσεις είναι παράθυρο στον απέναντι κόσμο. Ανοίγονται οι άνθρωποι, σε αφήνουν να τους πλησιάσεις, να τους γνωρίσεις, να τους μάθεις. Να πάρεις μια γεύση απ’ το εσωτερικό, να ξεχάσεις την επιφάνεια.
Είναι μικρότερος ο φόβος της έκθεσης. Είναι μεγαλύτερη η ανάγκη για αλήθειες. Αλήθειες που πικραίνουν, αλήθειες που δε φανταζόσουν, αλήθειες γεμάτες θράσος που γδέρνει όταν βγουν στην επιφάνεια. Αλήθειες που θα έκαναν μεγαλύτερο κακό εάν έμεναν θαμμένες στα έγκατα.
Είναι μεγάλο το βάρος της αλήθειας. Δε σηκώνεται σε πλάτες πολύ ώρα. Σε κάνει να θυμώνεις, να λαχταράς, να θυμάσαι, να μετανιώνεις. Σε φέρνει αντιμέτωπο με τα λάθη σου, με όσα αρνείσαι να παραδεχτείς, με όσα σε στοιχειώνουν. Αυτά δεν αντικρίζονται τη μέρα. Μόνο το σκοτάδι τα λειαίνει, τα κάνει υποφερτά για να τα παλέψεις, για να τα αντέξεις, για να τα δεις κατάματα.
«Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά». Βλέπεις, η νύχτα σε ξεσκεπάζει. Βγάζει στη φόρα όλα τα πολύτιμά σου. Αφήνει γυμνά τα συναισθήματα να βγουν να χορέψουν ανεξέλεγκτα. Δε λογαριάζει συνέπειες. Γίνεται χείμαρρος και ξεμπροστιάζει συγγνώμες, σ’ αγαπώ, έφταιξα, φοβάμαι, λείπεις, βασανίζομαι.
Αυτές τις κουβέντες να λογαριάζεις. Τις νυχτόβιες. Τις μεθυσμένες με λίγο αλκοόλ, τις ξενέρωτες με λίγο πόνο. Να τις πιστεύεις και να τις ακούς. Ξέρει η νύχτα τι κάνει για σένα, πριν από σένα. Να την εμπιστεύεσαι.
Προλαβαίνεις μέχρι να ξημερώσει…
Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Πωλίνα Πανέρη