Βραδιές γεμάτες όμορφα συναισθήματα σου εύχομαι να ζήσεις άπειρες. Να χάσεις το μέτρημα και να μπερδεύονται μες στο κεφάλι σου οι αναμνήσεις. Να μη μπορείς να επιλέξεις ποια θα ήθελες να ξαναζήσεις, γιατί σε καθεμία από αυτές υπήρξες εσύ όπως πραγματικά είσαι. Χωρίς φτιαξίδια και λοιπά καμουφλάζ.
Όσο διαφορετικές κι αν είναι αυτές οι νύχτες μεταξύ τους πάντα θα έχουν το ίδιο φόντο. Φόντο καλοκαιρινό με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κακά τα ψέματα. Καμία εποχή του χρόνου δε μοιάζει με τούτη που διανύουμε. Και δεν είναι ούτε ο ήλιος, ούτε η θάλασσα που τα κάνουν όλα να μοιάζουν αλλιώς. Είσαι εσύ που είσαι διαφορετικός. Είναι ο άλλος σου εαυτός που ανεβαίνει στο πατάρι αρχές Οκτώβρη για να ξεχειμωνιάσει κι αποφασίζεις να τον ελευθερώσεις αρχές Μάη για να σκάσει κι εκείνου λίγο το χειλάκι του.
Είσαι εσύ που είσαι πιο όμορφος από ποτέ αυτή την εποχή του χρόνου κι ανοίγεις τα μάτια σου να υποδεχθείς κάθε είδους περιπέτεια χωρίς παρωπίδες. Πετάς το σεντόνι από πάνω σου και φοράς ρούχα αέρινα. Νιώθεις ανάλαφρα γιατί επιτρέπεις στον εαυτό σου να αναπνεύσει και μόνο εσύ ξέρεις πόσο ανάγκη την έχεις αυτή την ανάσα. Δεν είναι σκέτο οξυγόνο. Είναι βασιλικός και δυόσμος ανακατεμένα με χώμα.
Σου το χρωστάς να ανασάνεις ελεύθερος. Οχτώ μήνες το κεφάλι μέσα, τέσσερις μήνες το κεφάλι έξω. Πρέπει να φορτίζεται η μπαταρία για να αντέχει να πορεύεται. Χρειάζεται αέρα και ταξίδια η ψυχή για να αντέξει.
Πρέπει να τη βγάλεις απ’ το σπίτι αυτά τα βράδια.
Να τη σεργιανίσεις σε πλακόστρωτα και να την αφήσεις ακίνητη να χαζέψει το απόλυτο τίποτα. Πρέπει να πετάξεις τα παπούτσια σου και να περπατάς ξυπόλητος μέχρι η πατούσα σου να μη νιώθει πόνο. Όπως τότε που ήσουνα παιδί και έτρεχες σαν αναστενάρης πάνω στα καυτά βότσαλα. Πρέπει να μάθεις να χρησιμοποιείς τις αισθήσεις σου απ ‘την αρχή. Όχι μηχανικά «είδα, άκουσα, μίλησα». Αυθόρμητα «νιώθω, αγγίζω, αισθάνομαι». Να μάθεις να βλέπεις με άλλους τρόπους, να μιλάς με άλλες λέξεις και να ακούς με ανοιχτά αυτιά.
Να χαζέψεις τα γατιά που απολαμβάνουν την ξάπλα τους σε μια σκάλα. Να μυρίσεις τα νυχτολούλουδα σε ξένες αυλές. Να περπατήσεις χωρίς λόγο. Γιατί έτσι σου ήρθε. Χωρίς αφετηρία και δίχως τέρμα. Να κάνεις νυχτερινές βουτιές με ξεθωριασμένα μαγιό και να χιμήξεις σα λύκος σε σπιτικές νοστιμιές. Να γλύψεις τα ζουμιά που κυλούν στα χέρια σου από ένα ώριμο ροδάκινο και να παίξεις κυνηγητό με τη σφίγγα που σε έβαλε στο μάτι.
Να ανάψεις φωτιές με καλαμιές και να προσποιηθείς ότι ξέρεις να ψήνεις. Να παγιδεύεις μπίρες μες στη θάλασσα για να μείνουν κρύες και να τραγουδάς φάλτσα τα τραγούδια που αγαπάς. Να τρως, να πίνεις και να καταβροχθίζεις παγωτά χωρίς να σε νοιάζει αν θα παχύνεις, αν θα μεθύσεις κι αν θα βρεις το δρόμο για το σπίτι. Να γελάς με την καρδιά σου και να πιάνεις συζητήσεις ανούσιες με φίλους κι έρωτες από εκείνες που διακόπτει το πρώτο φως της μέρας, αλλά εσένα δε σε νοιάζει γιατί νιώθεις ο βασιλιάς του κόσμου.
Αυτά τα βράδια του καλοκαιριού είναι τα καλύτερα της ζωής σου. Γιατί δεν είσαι εσύ σήμερα. Είσαι εσύ και το παιδί που ζει μέσα σου. Χαίρεσαι με εκείνα τα μικρά που κάποτε σου ήταν αρκετά. Ποιος θα κάνει περισσότερα ψαράκια με τη πέτρα του και ποιος θα κολυμπήσει πιο γρήγορα μέχρι τη σημαδούρα. Αλάτι στα μαλλιά, πληγές στα γόνατα και βλέμματα γελαστά.
Τα καλοκαιρινά σκοτάδια είναι πλημμυρισμένα με ένα φως αλλιώτικο. Κλείνουν πληγές κι ευφραίνουν καρδιές. Γι’ αυτό τα αγαπάς λίγο περισσότερο.
Σε αγαπάς λίγο περισσότερο.