Αυτή η ιστορία ξεκινάει ανάποδα. Έχει αφετηρία όλες εκείνες τις φορές που επιστρέφουμε από κάποιο ταξίδι και βαρυγκωμάμε να φτάσουμε μέχρι την πόρτα του σπιτιού μας. Η ανάσα βγαίνει βαριά, ο ιδρώτας σχηματίζει ρυάκι μέσα απ’ τα ρούχα κι εμείς κάνουμε ένα βήμα στο μισό λεπτό.
Κατά πάσα πιθανότητα η βαλίτσα έχει ήδη σπάσει και τα χερούλια του σάκου μας άφησαν χρόνους, γι’ αυτό σπρώχνουμε με όση δύναμη μας έμεινε. Και κάπου εκεί, μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, αναθεματίζουμε την ώρα και τη στιγμή που κουβαλήσαμε μαζί μας την Άρτα και τα Γιάννενα.
Το πακετάρισμα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τα ταξίδια απ’ την άλλη, είναι. Όλοι πετάμε τη σκούφια μας να αποδράσουμε λίγο απ’ τη ρουτινιασμένη καθημερινότητα και να αλλάξουμε παραστάσεις. Και να σου τα σχέδια και να σου οι απορίες. Εκεί που θα πάμε θα έχει κρύο ή ζέστη; Κι αν έχει και κρύο και ζέστη; Πρέπει να πάρω μπουφάν, ζακέτα ή μαγιό; Ή μήπως και τα τρία; Άνθρωποι είμαστε, περιπέτειες ζούμε, ποτέ δεν ξέρεις τι ξημερώνει.
Και κάπως έτσι, ξεκινάει το δράμα του ταξιδιώτη. Άντρας ή γυναίκα δεν παίζει ρόλο. Το κατοχικό σύνδρομο δεν ξεχωρίζει φύλα. Άπαξ και το ‘χεις είσαι καταδικασμένος να ζώνεσαι σαν το γαϊδούρι με όλα σου τα υπάρχοντα στη ράχη για να λείψεις ένα ριμαδοσαββατοκύριακο.
Διότι, είμεθα προνοητικά όντα κι ως προνοητικά όντα οφείλουμε να προσέχουμε για να έχουμε. Κι αν κάτι δεν το πάρουμε μαζί και μας χρειαστεί; Είμαστε τώρα να τρέχουμε στα βουνά και τα λαγκάδια για να το αγοράσουμε; Ε, δεν είμαστε.
Πετάμε, λοιπόν, τα υπάρχοντα μας πάνω στο κρεβάτι, στις καρέκλες, στα γραφεία και κάνουμε μια πρώτη διαλογή. Κανένα ρόλο δεν παίζει αν κάτι έχουμε να το φορέσουμε από πρόπερσι. Το παίρνουμε και μαζί με αυτό παίρνουμε κι ένα σωρό άλλα άχρηστα πράματα που τα θυμόμαστε μόνο όταν φεύγουμε ταξίδι.
Δέκα ζευγάρια παπούτσια για να ταιριάξουν με τις πενήντα μπλούζες που πρέπει να πάρουμε για να έχουμε να αλλάζουμε. Κι αν λερωθούμε; Κι αν παχύνουμε; Κι αν γνωρίσουμε τον έρωτα της ζωής μας; Δεν παίζουμε με αυτά. Πρέπει να έχουμε επιλογές.
Τι σημασία έχει αν οι επιλογές κι οι υποθέσεις μεταφράζονται σε παραπάνω κιλά που γεμίζουν τη βαλίτσα μας πριν πούμε κύμινο. Κι αν είμαστε και λίγο υποχόνδριοι, δε θα πάρουμε μαζί τις πετσέτες μας, τα σεντόνια μας, το μαξιλάρι μας; Ξυπόλητοι στα αγκάθια θα πάμε;
Θα πάρουμε και μια ντάνα βιβλία μήπως βαρεθούμε, τα laptop μας, δυο καλές φορεσιές, τους φορτιστές, τα ξυριστικά, τα καλλυντικά, τις οδοντόκρεμες, τις οδοντόβουρτσες, ένα φακό μην πέσει το ρεύμα, μια σφυρίχτρα μη γίνει σεισμός, λίγα κράκερ για τη λιγούρα, μια δραμαμίνη για τη ζαλάδα, αμμωνία για τα τσιμπήματα, παυσίπονα για τον πονοκέφαλο. Πριν το καταλάβουμε, η βαλίτσα μας μετατρέπεται στο τσαντάκι του sport Billy κι εμείς καθόμαστε με όλη μας τη δύναμη πάνω της για να την κλείσουμε.
Τύποι σαν κι εμάς θεωρούμε μεγάλη ευλογία αυτά τα βαλιτσάκια με τις ρόδες. Παλιά με τους σάκους, την τενοντίτιδα την είχαμε για πλάκα. Τώρα περπατάμε αεράτοι στο δρόμο και κανείς δε φαντάζεται πως κουβαλάμε ολάκερο νοικοκυριό ξωπίσω μας.
Ποτέ δε θα καταλάβουμε εκείνους τους ανθρώπους που φτιάχνουν λίστες με τα πράγματα που θα πάρουν μαζί τους. Μένουν πιστοί στα γραφόμενά τους κι ως δια μαγείας η δική τους βαλίτσα στέκει καμαρωτή κι άδεια πλάι στη δικιά μας που κοντεύει να το πάθει το εγκεφαλικό.
Στο μυαλό μας είναι ανήκουστο να φύγεις απ’ το σπίτι σου με αυτά που ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί απολύτως απαραίτητα. Για εμάς καθετί μπορεί να φανεί χρήσιμο κι αναγκαίο οποιαδήποτε στιγμή. Διαφορετικά, νιώθουμε ανήμποροι, ανασφαλείς και γυμνοί. Σε ένα ενδεχόμενο τσουνάμι, μια καταιγίδα, ένα ναυάγιο, σε εμάς θα στραφείς για βοήθεια. Πριν βιαστείς να μας χλευάσεις, να θυμάσαι πως εμείς θα είμαστε η τελευταία σου ελπίδα.
Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Πωλίνα Πανέρη