Κατηγορία γυναικών: αυτές που έχουν χίλια πρόσωπα μα δικό τους κανένα.
Έχουν τόση ανασφάλεια που κρύβονται πίσω από προσωπεία με τη ταχύτητα που εσύ αλλάζεις βρακί. Λένε «ναι» γιατί δεν έμαθαν ποτέ να λένε «όχι». Είναι τόσος ο φόβος του να μη μείνουν μόνες που προσαρμόζονται σε ό,τι και όποιον βρεθεί στο δρόμο τους.
Τέτοια γυναίκα ήταν και η Μαρία. Χαμαιλέων από τα γεννοφάσκια της.
Την είδα από μακριά να χαζεύει τον εαυτό της στη πρώτη βιτρίνα που βρήκε μπροστά της. Μόλις είχε βγει από το κομμωτήριο και προσπαθούσε να συνηθίσει τη νέα της εικόνα. Της φαινόταν ξένη αυτή η γκράντε, χολιγουντιανή, σαντρέ απόχρωση στο κεφάλι της. Δε βαριέσαι. Αφού άρεσε σε εκείνον, θα της άρεσε κι εκείνης με τον καιρό.
Χρόνια τώρα η ίδια ιστορία. Κάθε φορά που άλλαζε γκόμενο άλλαζε και τον εαυτό της. Μέσα-έξω.
Τα πρώτα δείγματα ήρθαν κατά τη διάρκεια των μαθητικών χρόνων. Πρώτη καψούρα: ο γόης του σχολείου με τις άπειρες εξωσχολικές δραστηριότητες. Στην αρχή το πήγε χαλαρά. Όπου έπαιζε μπάλα, τσουπ κι εκείνη να κάνει κερκίδα. Αργότερα δε της έφτανε να τον βλέπει από μακριά και γραφόταν κ εκείνη στις ομάδες που συμμετείχε.
Υπολογιστές εκείνος; Χάκερ αυτή. Πεντοζάλι αυτός; Συρτό εκείνη.
Έβγαλε φουσκάλες στα πόδια αλλά τον κατάφερε.
Αυτός ήταν μόνο η αρχή. Από τότε ακολούθησαν πολλοί. Ο άντρας ο κουλτουριάρης που για χάρη του διάβασε ό,τι βιβλίο είχε κυκλοφορήσει. Ο άντρας ο επαναστάτης που για πάρτη του έβαζε Maalox στη μούρη κι έτρεχε στις πορείες. Ο άντρας ο φιλοτελιστής που την ξεποδάριασε πάνω κάτω στο Μοναστηράκι να ανακαλύψουν σπάνια γραμματόσημα.
Λευκός καμβάς η Μαρία. Πάνω της ζωγράφισες αυτό που ήθελες εσύ. Ανέκαθεν έτσι ήταν σε όλα της. Στην παρέα ήταν το άτομο που συμφωνούσε με ό,τι αποφάσιζαν οι πολλοί.
«Που θες να πάμε;»
«Όπου θες εσύ.»
Αντίρρηση δεν άκουγες από το στόμα της. Ακόμη και τις σπουδές της, οι γονείς της τις διάλεξαν. Δασκάλα έγινε. Ήθελε την ησυχία της. Να διοριστεί και να κάνει το ίδιο πράγμα μέχρι να βγει στη σύνταξη. Δεν την ένοιαζαν οι μεγάλες καριέρες.
Αυτή έναν άντρα να παντρευτεί και να αράξει ήθελε. Ή νόμιζε πως ήθελε. Σάμπως το ‘χε σκεφτεί και ποτέ; Έτσι της είχε πει η μάνα της να κάνει και το κατάπιε αμάσητο.
Δεν το χρησιμοποιούσε το σαγόνι της για να μασάει. Άνοιγε το στόμα της κι αυτό γέμιζε με μασημένες τροφές άλλων. Κρέας θα παραγγείλεις εσύ; Κρέας κι εκείνη. Λευκό θα ψηφίσεις εσύ; Λευκό κι εκείνη. Το ‘χει σε κακό να πει την άποψή της. Έτσι νόμιζα.
Αργότερα κατάλαβα πως δεν έχει άποψη.
Τελευταίο της απόκτημα ο άντρας ο επιχειρηματίας του γλυκού νερού. Από δαύτους με το ύφος χιλίων καρδιναλίων που το smartphone είναι προέκταση του χεριού τους και το αμάξι τους τελευταίο μοντέλο. Από το πλευρό του έλειπε μια γλάστρα. Όχι για πολύ. Εκείνη έγινε ο πιο ωραίος φίκος που έχεις δει.
Με σοκάρουν αυτές οι γυναίκες. Στη θέση των χειλιών τους βλέπω χανζαπλάστ σε σχήμα Χ. Αφού το ‘χεις το ρημάδι το στόμα καλή μου, μάθε να το χρησιμοποιείς.
Δε ξέρουν ούτε οι ίδιες τι είναι αλήθεια. Δε χρειάστηκε να το ανακαλύψουν ποτέ. Αν τις ρωτήσεις τι είναι αυτό που τις χαρακτηρίζει, θα γυρίσουν με μια απελπισία στο βλέμμα να σου πουν: είμαι αυτό που θέλεις εσύ να είμαι.
Αυτός είναι ο πιο βατός δρόμος για εκείνες. Ένας δρόμος χωρίς παγίδες, χωρίς συγκρούσεις. Πώς να συγκρουστείς με μια πλαστελίνη, άλλωστε. Όταν τη πιάνεις στα χέρια σου παίρνει το σχήμα που της δίνεις εσύ.
Μορφές άχρωμες κι άοσμες, που και να θες, δε μπορείς να ξεχωρίσεις. Δεν αφήνουν ποτέ τη σφραγίδα τους σε κάτι, μην τυχόν κι αυτό γίνει αιτία να αποκτήσουν χαρακτηριστικά που θα τους εμποδίσουν στην επόμενη μεταμόρφωση.
Μην ξεχάσω να σου πω ότι ο φίκος μαράθηκε. Δεν μπορεί άλλο τις κοσμικότητες, λέει. Θα αρχίσει τους περίπατους στη Πάρνηθα για να έρθει κοντά στη φύση, λέει.
Σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι;