Σκίζω το χαρτάκι απ’ το ημερολόγιο στο τοίχο και βάζω να φτιάξω καφέ. Διαβάζω το στιχάκι στο πίσω μέρος και το κάνω μότο της μέρας που ακολουθεί. « =Ξεκόλλα απ’ το χθες που δεν αλλάζει. Ζήσε το σήμερα που είναι εδώ.»
Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Ειδικά μια μέρα σαν κι αυτή. Σήμερα θα κλείναμε κάποια χρόνια μαζί. Αντ’ αυτού κλείνουμε κάποιους μήνες χώρια. Κάποιους. Δεν τους μετράω.
Οι δείκτες του ρολογιού κόλλησαν τη μέρα που πάρθηκε η απόφαση κι εγώ ακόμη ν’ αλλάξω μπαταρίες. Έχω κολλήσει στο τότε.
Το μίσησα αυτό το ρολόι. Όταν έφυγες, έμεινε αυτό να μου κάνει παρέα. Μέτραγε ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα κι έπειτα μέρες, βδομάδες, μήνες. Μαζί του μέτραγα κι εγώ. Απώλειες, πληγές και λάθη. Όλα δικά μου. Δικά μου «φταίω», δικά μου «πληρώνω».
Ζύγισα συμπεριφορές και κουβέντες. Έγινα ο πιο σκληρός δικαστής του εαυτού μου. Εσύ, ομόφωνα, αποφάσισα πως ήσουν αθώος. Η παρουσία σου με έφερνε αντιμέτωπη με ό,τι με ενοχλούσε. Η απουσία σου τα πήρε όλα μαζί της.
Αυτά παθαίνω όταν ερωτεύομαι. Ποντάρω ελπίδες με τη ψευδαίσθηση πως αυτή τη φορά θα βγουν αληθινές. Έτσι, πόνταρα κι αυτή τη φορά. Χωρίς πισινές κι άσσους στα μανίκια. Και θα συνέχιζα να ποντάρω μέχρι να έμενα ρέστη.
Δε θα στο έλεγα. Θα στο έδειχνα, όμως, με κάθε πιθανό τρόπο. Κι αν γύριζες, όλα θα ήταν αλλιώς.
Γέμισε το κεφάλι μου με «αν» και «θα».
Αν ερχόσουν, θα άλλαζαν όλα. Αν γνώριζα, θα είχα προλάβει. Αν ήξερες πόσο λείπεις, θα ήσουν εδώ.
Κούφια αν, ψεύτικα θα. Μ’ αυτά πορεύτηκα.
Γέμισε το σπίτι ησυχία και το μυαλό βαβούρα. Απέκτησα τέτοια ελευθερία που μ’ έπνιγε. Τι να τον κάνω τόσο χώρο κι αέρα αν δεν είσαι εδώ να τον κλέβεις;
Από δεδομένο, έγινες ζητούμενο. Από σιγουριά, ανασφάλεια. Έγινες το άπιαστο, το ιδανικό· απλά και μόνο επειδή τόλμησες να φύγεις. Αν ήσουν εδώ το πιθανότερο είναι να μη σ’ έβλεπα, να μη σε άκουγα, να αδιαφορούσα.
Δυσκολεύομαι πολύ να το παραδεχτώ. Έχω πείσει τον εαυτό μου πως για όλα τα άσχημα φταίει η μοναξιά μου. Αυτή που προκάλεσες εσύ. Τα κενά μου που περιμένουν να γεμίσουν από σένα.
Έτσι δεν κάνουμε όλοι; Ερωτευόμαστε, εμπιστευόμαστε κι επαναπαυόμαστε. Ψάχνουμε τον ένα που θα στέκεται πλάι μας τις καλές μέρες και θα μας ανέχεται κι εκείνες τις άλλες· που δυσκολευόμαστε εμείς οι ίδιοι να ανεχτούμε τον εαυτό μας. Κι όταν αφεθούμε στη τριβή και στη ρουτίνα και η κατάσταση πάρει τη κάτω βόλτα, θα χωρίσουμε και μετά θα ορκιζόμαστε πως θα αλλάξουν όλα ως δια μαγείας. Εγώ, εσύ, η κατάσταση.
Μπούρδες. Ούτε εγώ θ’ αλλάξω. Ούτε εσύ. Τα ίδια καρφιά θα πετάω όταν θυμώνω και τα ίδια πράγματα θα με τσαντίζουν πάνω σου. Ίσως και περισσότερο από πριν.
Δεν υπάρχει καμία μυστική συνταγή που μεταλλάσσει τους ανθρώπους αφού χωρίσουν τα τσανάκια τους. Κανείς δε περιμένει να γυρίσεις από έρωτα. Μη γελιέσαι. Για έναν κερατά εγωισμό που σιχαίνεται τα όχι, τα μη και τα πρέπει γυρνάμε όλοι σε τελειωμένες ιστορίες κι ανθρώπους κάβες.
Εξαιτίας του, ζω κι εγώ με ψευδαισθήσεις. Ονειρεύομαι αγκαλιές, ψίθυρους κι επιστροφές. Κόκκινο πανί ο θόρυβος της σιωπής απέναντι στο πληγωμένο εγώ μου.
Κι είναι κι αυτό το ρημάδι το ρολόι που αν του αλλάξω μπαταρίες θα πρέπει να παραδεχτώ πως έχασα. Σ’ έχασα.