Ολοένα και τον καρτερείς, του στήνεις παγίδες στα πιο απίθανα σημεία κι αγωνιάς να κάνει την εμφάνισή του. Να ‘ρθει να ταράξει τα μέσα σου συθέμελα, να μην αφήσει όρθιο τίποτα κι εσύ να γίνεις έρμαιο όσων τόσο πολύ επιθυμούσες. Όσων είχες φανταστεί πως αξίζει να ζει έστω μια φορά στη ζωή του έναν άνθρωπος. Έναν έρωτα ξέφραγο αμπέλι, χωρίς πλέγματα, χωρίς διαστάσεις και τετράγωνες λογικές. Έναν έρωτα που θα έμενε για πάντα.
Αστείο είναι τελικά. Μια ζωή ακούς για έρωτες ιδανικούς, κρεβάτια πλημμυρισμένα από πάθος και εραστές που τα κορμιά τους ήταν το ένα συνέχεια του άλλου. Εικόνες ψεύτικες, πλασματικές, ελπιδοφόρες. Για να έχεις κάτι να ονειρεύεσαι, κάτι να περιμένεις, κάτι να ψάχνεις.
Πόσο εγωιστικά πλάσματα είναι οι άνθρωποι. Θέλουν να κλειδώσουν τον άλλο κοντά τους για να ζήσουν το παραμύθι, το τέλειο, το άπιαστο. Κι ας γνωρίζουν καλά πως αυτό δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αυταπάτη. Αυτοί θέλουν να το βρουν και να το ζήσουν. Θέλουν την κουρτίνα τρία που κληρώνει το μεγάλο δώρο και δεν πάνε πουθενά εάν δεν το αποκτήσουν.
Πόσο ανόητοι είμαστε τελικά. Κανένας δεν είναι κατασκευασμένος για να κάθεται εσαεί σε μια θέση. Ακόμη κι εάν αυτή η θέση είναι δίπλα σου. Ο καθένας μας είναι φτιαγμένος να κάνει ταξίδια, να αλλάζει εικόνες και τοπία. Βαριέται ο άνθρωπος σε ένα σημείο. Πιάνεται και θέλει να σηκωθεί, να ξεμουδιάσει, να πάει και λίγο παραπέρα να δει κι εκεί τι θα ανακαλύψει.
Και το χειρότερο όλων δεν είναι που φεύγει και σε αφήνει σύξυλο με το όνειρο αγκαζέ. Το χειρότερο είναι πως δεν περνάει απ’ το χέρι σου να πας μαζί του. Δεν έχει χώρο για σένα. Εσύ θα μείνεις εκεί που έχει αποφασίσει να μείνεις. Πίσω του. Αυτό επέλεξε και είναι το μόνο που δεν μπορείς να πειράξεις. Η ελεύθερη βούληση του. Όσο κτητικός κι αν γίνεις, όσο κι αν ζηλέψεις, όσο κι αν ελέγξεις, αν θελήσει κάποιος να φύγει, θα φύγει.
Τέλος.
Χωρίς παρενθέσεις, άνω τελείες κι αποσιωπητικά. Με τελεία.
Δεν έχει σχέδια, δολοπλοκίες και λύσεις απελπισίας. Κανένας δεν κρατιέται με το ζόρι. Δεν αξίζει να κρατηθεί με το ζόρι.
Όσο κι αν λαχταράς να δέσεις κάποιον κοντά σου, αν δε γουστάρει να μείνει, είναι χαμένο το παιχνίδι από χέρι. Καμία υστερία, κανένα παρακαλετό και κανένας έλεγχος στα μουλωχτά δε θα καταφέρουν να σταματήσουν ένα τρένο που έφτασε στο προορισμό του. Εσύ μπορεί να μη χόρτασες, να θες κι άλλο, να παρακαλάς να μην τελειώσει το ταξίδι. Ο άλλος, όμως, κατεβαίνει κάποιες στάσεις νωρίτερα. Κι όσο και να συρθείς στα πατώματα, τίποτα δεν θα καταφέρεις.
Αυτό κάνουμε οι άνθρωποι. Όταν καταλαβαίνουμε ότι τρίζει η καρέκλα μας, ψάχνουμε τρόπους να τη λαδώσουμε, να τη μαστορέψουμε, να την κάνουμε να αντέξει λίγο ακόμα να μας κουβαλάει. Γινόμαστε υπερόπτες, εγωιστές, ζηλιάρηδες. Καμουφλάρουμε τις ανασφάλειές μας και διεκδικούμε την προσοχή του. Αρνούμαστε να δεχτούμε πως κάτι είχε συγκεκριμένη διάρκεια ζωής. Πεισμώνουμε κι αλλάζουμε. Προσπαθούμε να κρατήσουμε τον άλλο με σχοινιά χάρτινα.
Μάταια. Γιατί όσο εσύ μασκαρεύεσαι, ζηλεύεις, διεκδικείς, απαιτείς, το μόνο που κάνεις είναι να τον σπρώχνεις ακόμη πιο μακριά. Δεν είναι στο χέρι σου. Ποτέ δεν ήταν. Εκείνος ήρθε. Εκείνος έμεινε. Εκείνος αποφασίζει πότε θα φύγει.
Και δεν πειράζει, ξέρεις.
Είναι πολύ σπουδαίο να αγωνίζεσαι για αυτά που λαχταράς, αλλά είναι σπουδαιότερο να ξέρεις πότε να τα παρατάς. Δεν έχει κανένα νόημα να τραβάς απ’ τα μαλλιά έργα που ίσως πρέπει να τελειώσουν. Οι έρωτες θέλουν δύο. Δύο για να σηκώνουν ο ένας το βάρος του αλλουνού. Αν το φορτωθείς όλο μόνος σου δεν έχει καμία αξία. Μόνο κόπο. Δικό σου κόπο.
Εκβιαστική αγάπη δεν είναι αγάπη. Είναι αγώνας πουλημένος. Και κανένας αγώνας πουλημένος δεν ανέδειξε πραγματικό νικητή.