Βράδια που με βρίσκουν στο απόλυτο σκοτάδι. Βράδια που η σκιά μου τριγυρνάει στα δωμάτια χωρίς λόγο. Βήματα που σέρνονται μέχρι το παράθυρο και χαζεύουν αμάξια, κόσμο, περαστικούς. Σκέψεις που γίνονται κουβάρι σε ένα μυαλό που ζητάει την ησυχία του.

Αλλάξαμε ή αυτοί ήμασταν πάντα;

Το ζύγι δεν είναι σταθερό. Γέρνει δεξιά. Γέρνει κι αριστερά. Σιωπή και θόρυβος.

Μέσα στη βαβούρα αποζητώ τη σιωπή και μέσα στη σιωπή τον πιο δυνατό κρότο. Δεν ήμασταν έτσι εμείς. Προσπαθώ να γυρίσω πίσω. Να ανατρέξω σε στιγμές που ο διακόπτης γύρισε και δεν το πήραμε χαμπάρι. Πότε κάηκαν όλα κι εμείς δεν πήραμε μυρωδιά.

Άδικος κόπος να ρίχνεις ευθύνες και να ψάχνεις ενόχους. Ποιος έφταιξε πολύ και ποιος λιγότερο. Ποιος έδωσε τη χαριστική βολή και ποιος θα μπορούσε να κάνει πίσω. Συνένοχοι είμαστε στο τέλος.

Άλλος ηθικός αυτουργός κι άλλος δολοφόνος. Πάντα στη μέση ένα πτώμα. Το «μαζί» μας.

Το κοιτάω από δω, το κοιτάω από ‘κει και στέκω ακίνητη. Να το κρύψω ή να κλάψω από πάνω του; Που να ήξερε τι το περίμενε στο τέλος της διαδρομής. Ένα κουφάρι η σχέση μας καταχωνιασμένο στα υπόγεια. Σκονισμένος σωρός κάτω απ’ τα χαλιά, πλάι στο κρεβάτι, δίπλα απ’ τα αυτιά μας, να εκλιπαρεί για βοήθεια.

Κουρασμένοι εμείς να κάνουμε πως δεν ακούμε, δε βλέπουμε, δε μιλάμε.

Πλήρης απραξία σε καιρό πολέμου. Δεν υπάρχει αντοχή. Δεν υπάρχει διάθεση. Όσα κι αν ειπώνονται πάντα τα παίρνει ο αέρας. Βλέμματα άδεια και κορμιά παγωμένα που ακολουθούν πορείες παράλληλες. Πουθενά δεν τέμνονται. Προχωρούν από συνήθεια πλάι αλλά το «μαζί» τους χάθηκε στο δρόμο.

Κανείς μας δεν το γύρεψε. Και τι να το κάνουμε τώρα πια, έτσι όπως έγινε; Πάλιωσε. Ξεχείλωσε. Ξεχαρβαλώθηκε. Δεν αξίζει να το φτιάξεις. Ούτε να το μεταποιήσεις γίνεται. Τα μαύρα του τα χάλια έχει. Κι αυτό κι εμείς.

Φοβισμένοι και δειλοί να παραδεχτούμε πως κάπου εδώ πρέπει να το πετάξουμε. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Άλλος από ανασφάλεια κι άλλος από οίκτο. Τα απομεινάρια ποτέ δεν λέγονται αγάπη, έρωτας ή πάθος. Είναι πάντα απομεινάρια.

Κι εγώ με αυτά τελείωσα. Σαν μικροί κόκκοι σκόνης έχουν πάει κι έχουν κάτσει πάνω μου. Στα μαλλιά, στους ώμους, στα δάχτυλα, στα γόνατά μου. Με κούρασε το βάρος τους. Θέλω να τα πετάξω. Με λερώνουν κι εγώ θέλω να καθαρίσω απ’ ό,τι μου τρώει την ψυχή.

Αν όχι τώρα, πότε; Καμία στιγμή δε θα είναι ποτέ καλύτερη απ’ το τώρα. Τώρα πρέπει να λύνονται οι κόμποι που σε πνίγουν. Τώρα πρέπει να μιλάς όταν νιώθεις πως θα σκάσεις. Τώρα να βάζεις τέρμα σε ιστορίες που κάνουν σβούρες γύρω απ’ το ίδιο σημείο. Όχι σε λίγο, κάποτε, αύριο. Τώρα.

Τώρα που δε φοβάμαι να μας δω και να μας ακούσω. Τώρα που η ανάγκη μας ουρλιάζει να εκφραστεί και οι παρωπίδες μας να πεταχτούν στο πάτωμα. Τώρα που φτάσαμε ως εδώ, δεν ωφελεί να εθελοτυφλούμε. Κανείς δεν πήγε μπροστά, κάνοντας βήματα προς τα πίσω.

Τα γυαλιά στο πάτωμα μόνο πληγές ανοίγουν. Εάν τα αγνοήσουμε, κάθε φορά που θα στεκόμαστε όρθιοι, θα μας πληγώνουν. Εάν δεν τα πετάξουμε, κάθε φορά που θα πατάμε πάνω τους, θα ματώνουμε.

Δεν έχει νόημα πια. Ήρθε το τέλος.

 

 

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη