Υπάρχεις κι εσύ, φίλε μου, που σε χτύπησε η καψούρα στο κεφάλι. Τι τους ήθελες τους έρωτες δύσμοιρε; Καλά την είχες σκαπουλάρει τόσο καιρό.
Εσύ είχες τη δουλειά σου και τα λεφτά σου που χαλούσες για την πάρτη σου. Είχες το αμάξι σου κι έπαιρνες τους δρόμους για να κάνεις τη φιγούρα σου. Είχες και κάποια φιλαράκια που βλέπατε μπάλα και πηγαίνατε μπαρότσαρκες.
Ήσουν μαθημένος να περιφρονείς τη συντροφικότητα. Θεωρούσες πως η αξία μιας γυναίκας έγκειται σε αυτό που έχει ανάμεσα στα πόδια της.
Γέμιζε κι άδειαζε το κρεβάτι σου από λογής-λογής πατσουλί αρώματα. Γέμιζες κι εσύ αντριλίκι από το γεγονός πως δεν είχες καμία γκόμενα ανάγκη. «Γκόμενες» τις έλεγες όλες, με ένα τρόπο που έδειχνε πως τις έφτυνες στη μούρη.
Και να ‘σαι τώρα, που ερωτοχτυπήθηκες. Κι από βαρύ πεπόνι έγινες λικέρ κουμ κουάτ. Ούτε το κατάλαβες το κακό που σε βρήκε.
Πότε τη βρήκες, πότε τα φτιάξατε, πότε μείνατε κάτω από το ίδιο κεραμίδι, χαμπάρι δε πήρες. Θυμάσαι μόνο πως γκόμενα δεν την αποκάλεσες ποτέ. Σε τρομάζει αυτό αλλά δεν το παραδέχεσαι ούτε στον εαυτό σου.
Τώρα πια σκέφτεσαι για δύο. Ίσως ούτε για δύο. Για μία. Εκείνη. Θέλεις να είναι καλά και το θέλεις όλη την ώρα. Τρέμεις μήπως τη χάσεις και κάνεις πράγματα που κάποτε κορόιδευες.
Δεν ήξερες πως ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι;
Τρίτη μεσημέρι κι αντί να έχεις πέσει για ύπνο, ψωνίζεις βιολογικά προϊόντα. Πέμπτη βράδυ κι αντί να βλέπεις την ομαδάρα στη 42’ πλάσμα τηλεόραση σου, έχετε βγει για φαγητό. Σαββατοκύριακο κι αντί να μην έχεις βάλει κώλο μέσα, δεν τον έβγαλες καθόλου έξω.
Κάνεις αγκαλίτσες, μαγειρεύεις και βλέπεις ταινίες σα να μην υπάρχει αύριο.
Το περίεργο είναι πως το γουστάρεις, φίλε μου. Θυμάσαι όταν έμενες μόνος σου. Ωραία ήταν που άφηνες τα ρούχα σου πεταμένα από εδώ κι από εκεί. Ωραία ήταν και τα φαγητά της μάνας σου στα ταπεράκια. Μόνο εκείνο το μπάνιο δε χώνεψες ποτέ. Κάθε φορά που έβγαινες από τη μπανιέρα πάλευες να σταθείς όρθιος από τα νερά που ήταν στα πλακάκια.
Τώρα δεν έχεις τέτοιο πρόβλημα. Γιατί πρέπει να σφουγγαρίσεις. Δεν το ήξερες. Πόσα πράγματα έμαθες κοντά της;
Δεν πρέπει να καπνίζεις στην κρεβατοκάμαρα γιατί ο αέρας θα είναι βαρύς όταν κοιμάστε. Δεν πρέπει να πατάς με τα παπούτσια μέσα στο σπίτι γιατί έχουν μικρόβια και θα λερώσεις τα χαλιά. Δεν πρέπει να μπερδεύεις τις πετσέτες γιατί είναι σετ.
Μα πώς δεν τα ήξερες εσύ όλα αυτά; Άραγε οι φίλοι σου τα ξέρουν; Ντρέπεσαι να τους ρωτήσεις μήπως σε πάρουν στο ψιλό.
«Μωρέ λες να μην είναι αντρικά πράγματα αυτά;», σκέφτεσαι ενώ κατουράς καθιστός. Άλλο και τούτο πάλι. Σου είπε πως κάπου διάβασε πως κάνει καλό στο προστάτη να μην στέκεσαι όρθιος όταν κατουράς. Ασκείς περισσότερη πίεση, λέει. Τι να έκανες. Το υιοθέτησες για το καλό της υγείας σου.
Καταβάθος ξέρεις πως χέστηκε για την υγεία σου. Απλά βαρέθηκε να σκουπίζει τη λεκάνη της τουαλέτας που με τόση χάρη πιτσιλάς κάθε φορά.
Συχνά σου τη δίνει η γκρίνια της. Λαχταράς τη παλιά σου ελευθερία. Τότε που κυκλοφορούσες με το σώβρακο χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανένα. Τότε που έτρωγες στο κρεβάτι δίχως να αγωνιάς μη πέσει το ψίχουλο στο σεντόνι.
Μετά το βλέμμα σου πέφτει πάνω της. Δεν πειράζει που από τίγρης έγινες γατούλης.
Εσύ αυτή θες και τη θες ολόκληρη. Με όλα αυτά τα μικρά, καθημερινά που κουβαλά μαζί της. Σου αρέσει που, ασυναίσθητα, στην αρχή κάθε σου πρότασης το εγώ αντικαθίσταται από το εμείς. Σου αρέσει να τη φροντίζεις για όσο αντέχεις να βλέπεις τα αγουροξυπνημένα μούτρα της τα πρωινά. Μέχρι και η γκρίνια της σου αρέσει.
Αυτό το τελευταίο να θυμηθείς να μην το πεις ποτέ φωναχτά. Ξέρεις πως δε σε θέλει ευνουχισμένο αλλά συνοδοιπόρο της. Από τότε που είστε μαζί νιώθεις πιο άντρας από ποτέ.
Της σκας ένα φιλί στη μύτη και καμαρωτός προχωράς προς το μπάνιο.
Σήμερα θα το σηκώσεις το καπάκι.