Μια ζωή να τρέχεις. Να τρέχεις να ξεφύγεις, να τρέχεις να φτάσεις, να αγγίξεις, να αισθανθείς. Μία ζωή. Όχι δεύτερη. Δεν έχει. Μία έχει. Κι εσύ κάθεσαι και τρέφεσαι με αυταπάτες κι όνειρα πάσης φύσεως νυκτός, θερινής και μη.
Είσαι αυστηρός με τους ανθρώπους. Έχεις μάθει να τους κρατάς σε απόσταση. Όποιος τολμάει να σπάσει το φράχτη σου, δε θα ‘χει πολλές ευκαιρίες για να μείνει στο πλευρό σου. Μία θα έχει κι έπειτα από ‘δω πάνε κι άλλοι. Σκέφτηκες ποτέ πως μπορεί να φταις εσύ; Μπορεί να ψάχνεις το άλλο σου μισό σε λάθος μέρη κι εκείνο να είναι μπροστά στα μάτια σου αλλά εσύ να μη θες να το δεις.
Πάντα είχε ένα δικό της τρόπο να του τρίβει στα μούτρα την αλήθεια της κι εκείνος δεν της κρατούσε κακία γιατί ήξερε πως είχε δίκιο. Σήμερα κάτι στα λεγόμενά της, τον τάραξε. Τι προσπαθούσε να του πει;
Τα λόγια της τριγύριζαν στο μυαλό του όση ώρα περίμενε τον Κώστα. Ήταν ένα βράδυ από εκείνα που δεν έχεις πολύ όρεξη, δεν είσαι για πολλά- πολλά και κανείς και τίποτε δεν μπορεί να σε εκπλήξει. Φίλοι απ’ τα παλιά συναντιούνται και πιάνουν την πάρλα για να καλύψουν με λέξεις τα κενά που έχασαν ο ένας απ’ τη ζωή του άλλου.
Εν μέσω αερολογιών και συζητήσεων χαμένων, κοινών αναμνήσεων άρχισε να του μιλάει για την προσωπική του ζωή. Ο άλλοτε μπερμπάντης κι ερωτικά ανώριμος φίλος του, μάλλον είχε χαθεί κάπου στη διαδρομή. Πλέον είχε σχέση και δήλωνε ήρεμος. Οι δηλώσεις του ήταν και το πρώτο πράγμα που τον εντυπωσίασε εκείνο το βράδυ. Διατηρούσε σχέση με κορασίδα φυσιολογική εδώ και λίγα χρόνια και ήταν μια χαρά.
Πώς ρε φίλε; Είναι δυνατόν εσύ να είσαι τόσο καιρό με μία γυναίκα και να είσαι καλά; Εσύ ερωτευόσουνα συχνότερα απ’ ότι άλλαζες σώβρακο», του είπε για να λάβει την πληρωμένη απάντηση:
«Παλιά αυτά. Τότε που νόμιζα πως δεν μπορείς να βρεις έναν άνθρωπο κι αυτό να είναι όλο. Βαριόμουνα, βλέπεις, γρήγορα κι ήθελα σπίθες και πάθος. Κουραφέξαλα. Το παν είναι να βρεις ένα άτομο που δίπλα του θα μπορείς να είσαι ο εαυτός που κουβαλάς κι όταν είσαι μακριά του. Χωρίς φανφάρες και εντυπωσιασμούς».
Έτσι απλά θα έπρεπε να σκέφτονται όλοι. Πόσο πιο όμορφα κι εύκολα θα ήταν όλα στις ζωές μας εάν γνωρίζαμε εξαρχής πως αυτό είναι που θέλουμε στην ουσία. Πόσο χρόνο και κόπο θα γλιτώναμε εάν καταλαβαίναμε εγκαίρως πως αυτό έχουμε ανάγκη;
Και δεν είναι πως δεν το ξέρουμε. Είναι που είμαστε μαζόχες και τρεφόμαστε απ’ αυτό το άρρωστο κυνήγι του άπιαστου, του ιδανικού, του κάτι παραπάνω. Κανείς δεν πιστεύει πως βρήκε αυτό που αξίζει, αυτό που του κάνει καλό. Πάντα θέλουμε το κάτι ακόμη, το κάτι που δεν ήρθε ακόμη η ώρα του και καθόμαστε και το περιμένουμε στωικά.
Περιμένουμε τον έρωτα όπως στις ταινίες. Κάτω απ’ το σπίτι να χτυπάει τα κουδούνια, να χορεύει στη βροχή, να μας πετάει ψηλά και να μας πιάνει στον αέρα. Να κάνει τα πόδια να τρέμουν και τα μάτια να στάζουν μέλι. Πειστήκαμε πως θα πιάσουμε το άπιαστο ή θα μας πιάσει αυτό εκεί που δεν το περιμένουμε. Βάλαμε τον πήχη ψηλά και τους εαυτούς μας ακόμη ψηλότερα και κάπου εκεί το χάσαμε.
Βλέπεις, το άλλο σου μισό, εκείνο το πρόσωπο που θα σημαδέψει την ύπαρξή σου και θα ταράξει την κοσμοθεωρία σου, δεν είναι πάντα εκείνο που έρχεται με τυμπανοκρουσίες και ρίγη συγκίνησης. Δεν είναι εκείνο που κάνει κόμπο το στομάχι σου και τα γόνατά σου να χορεύουν κλακέτες.
Το άλλο σου μισό είναι εκείνος ο άνθρωπος που θα κάνει όλη τη βαβούρα του μυαλού σου να βγάζει το σκασμό κι όλο το άγχος σου να εξαϋλώνεται. Κοντά του θα νιώθεις μια απροσδιόριστη ασφάλεια και μια υπέροχη ηρεμία. Είναι εκείνος που κάνει τα λόγια να φαίνονται μουγκά και τα βλέμματα λαλίστατα. Εκείνος που νιώθεις πως ήξερες πάντα και που σας ενώνει μια μυστήρια οικειότητα.
Και τότε κατάλαβε τι προσπαθούσε να του πει με τρόπο. Εκείνη ήταν η απάντηση στην ερώτηση που του έθεσε:
«Σκέψου. Όταν όλη η γαρνιτούρα της αρχής κάνει φτερά και η καρδιά μπει στη θέση της, ποιον θα μπορούσες να ανεχτείς στο πλευρό σου; Αυτό είναι το άλλο σου μισό».