Κάποτε με ρώτησες ποια είναι τα όνειρά μου. Δεν κάνω όνειρα εγώ, σου απάντησα κι ακόμη θυμάμαι τον τρόπο που με κοίταξες με μάτια γουρλωμένα. Μα πώς ζεις χωρίς όνειρα; Δε ζω, απλά υπάρχω. Άκουσε παιδί μου. Πάντα να ονειρεύεσαι. Τα όνειρα είναι οι πατημασιές που δείχνουν το δρόμο. Κι αν κάπου χαθείς, αν διστάσεις, αν μπερδευτείς, διόλου δεν πειράζει. Οι άνθρωποι είναι για να κάνουν όνειρα και λάθη κι όχι πάντα με αυτή τη σειρά.
Άνθρωποι με νωπά τα σημάδια της σάκας στην πλάτη, βιβλία που πρωτοκάθεται πάνω τους σκόνη, μάτια άγουρα γεμάτα σπίθες. Σκέψεις που περιμένουν την ενηλικίωση για να πάρουν σάρκα, οστά, να ζωντανέψουν, να γίνουν πράξεις. Νιάτα ανέμελα και μυαλά πάνω απ’ τα κεφάλια. Έτσι ήταν πάντα. Έτσι θα έπρεπε να είναι και σήμερα.
Πόσα «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» έγιναν «ήθελα να γίνω κάτι άλλο από αυτό που είμαι σήμερα», κουβαλάνε οι άνθρωποι στις ψυχές τους. Ήθελα να γίνω χορεύτρια, δάσκαλος, ποδοσφαιριστής, ζωγράφος, γιατρός, φωτογράφος. Και γιατί δεν έγινες; Γιατί μεγάλωσα κι έμαθα πως δε γίνονται όλα τα όνειρα πραγματικότητα.
Πίστεψέ με. Δεν υπάρχει σκληρότερη αλήθεια απ’ το να συνειδητοποιείς πως πρέπει να αφήσεις τα όνειρά σου στο ντουλάπι γιατί η ενήλικη ζωή σου δεν έχει χώρο γι ‘αυτά.
Ευχές που ξεχάστηκαν σε ημερολόγια, σημειωματάρια, μηχανογραφικά και βιογραφικά. Οράματα που έγιναν εικόνες ασπρόμαυρες γιατί έχασαν τη αστερόσκονή τους κάπου στη διαδρομή. Νεανικά κορμιά που ξεχύθηκαν στους δρόμους κι έγιναν ένα με το μπουλούκι του συμβιβασμού. Aν αυτό δεν είναι τρομοκρατία, τότε τι;
Τρομοκρατία είναι να ξυπνάς και να μη ξέρεις πώς να γεμίσεις το χρόνο σου. Να ξέρεις το ταβάνι σου καλύτερα από τον εαυτό σου. Να μη σε ρωτάνε αν είσαι καλά, αλλά αν έχεις δουλειά. Να είναι η κάρτα ανεργίας η δεύτερη ταυτότητά σου. Τρομοκρατία είναι να χαραμίζεσαι. Να ξεχνάς τα ταλέντα σου γιατί δεν υπάρχει ζήτηση, γιατί δεν πληρώνουν, γιατί δεν έχουν μέλλον. Κι εσύ; Ποιος είπε πως έχεις εσύ μέλλον χωρίς αυτά;
Τρομοκρατία είναι να τεμαχίζεις τα θέλω σου γιατί κοστίζουν. Να τα ξεχνάς, να τα παραγκωνίζεις, να τα πατάς κάτω με το ζόρι. Να χαμογελάς υποκριτικά και να μιλάς βιαστικά. Να μην ακούς αυτόν που σου μιλάει γιατί οι φωνές στο κεφάλι σου ουρλιάζουν δυνατότερα. Να μην κοιμάσαι, να στριφογυρίζεις γιατί δε σε χωράει ο τόπος. Ο τόπος σου. Να φορτώνεις τη ζωή σου σε κούτες και να ξεριζώνεσαι σε άλλους τόπους για να δώσεις σε σένα μια ευκαιρία.
Τρομοκρατία είναι να μην κάνεις πια όνειρα γιατί κουράστηκες να απογοητεύεις και να απογοητεύεσαι. Να σου στερούν το γέλιο σου. Να θέλεις να χαμογελάσεις και να μην ξέρεις πώς. Να θέλεις να φωνάξεις και να μη βγαίνει φωνή. Τη μέρα να ζεις τους εφιάλτες σου και τη νύχτα να ζεις μέσα απ’ τα όνειρά σου. Τρομοκρατία είναι να ζει μέσα σου ο φόβος, η παραίτηση, η απελπισία.
Τρομοκρατία είναι να είσαι δεκαοχτώ και να σου λένε πως δεν έχεις μέλλον. Γιατί έτσι, γιατί μπορούν, γιατί εσύ είσαι πολύ μικρός για να φέρεις αντίσταση. Να πάνε να κουρευτούν και τα πτυχία και τα σχολεία και τα φροντιστήρια και οι σπουδές, όταν οι άνθρωποι δεν έχουν την επιλογή να γίνουν, να κάνουν, να πάρουν αυτό που λαχταρούν. Μπουχτίσαμε από μεγάλες ιδέες, καθωσπρέπει ανθρωπάκια που κουνάνε επιδεικτικά τα δάχτυλά τους κι επιθυμίες θαμμένες στα υποσυνείδητα.
«Τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;»
«Ευτυχισμένος.»
«Και γιατί δεν έγινες;»
«Γιατί ποιος σου είπε πως μεγάλωσα;»
Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Σοφία Καλπαζίδου