Έλα ‘δω και κάθισε κοντά μου. Άναψε κι ένα τσιγάρο για συντροφιά άμα γουστάρεις. Κι άκου με, γιατί θέλω να συζητήσουμε σοβαρά.
Σε βλέπω πολύ καλύτερα τον τελευταίο καιρό κι αυτό με κάνει κι αισθάνομαι όμορφα. Ξέρεις, δεν ξέχασα τι πέρασες, ούτε τον πόνο σου έσβησα απ’ το νου μου. Επιτέλους κατάλαβες κι εσύ πως οι άνθρωποι δεν είναι προγραμματισμένοι ν’ αντέχουν για πάντα. Τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Πόσες φορές να στο πω ακόμα;
Παράπονό μου, ξέρω. Σήκωσες το φορτίο του προδομένου κι έφυγες. Με σκυμμένο το κεφάλι και με μαυρισμένη ψυχή, σαν τα όνειρα που κάνατε τότε. Δεν είχες κι άλλη επιλογή. Γι’ αυτό μάζεψες ό,τι απέμεινε απ’ την αξιοπρέπειά σου και την έκανες. Αθόρυβα. Με απαλά βήματα και χωρίς να βγάλεις άχνα. Κανένας όμως δεν κατάλαβε ότι μέσα σου ούρλιαζαν τα πάντα. Δεν άκουσε κανένας την καρδιά σου που έσπαγε.
Πόσο ν’ άντεχε κι αυτή η καρδιά που του την πάσαρες στο πιάτο τόσες φορές; Και πόσες φορές παρέδωσες τον έλεγχο σ’ αυτόν τον άνθρωπο και τον άφηνες να σε βάζει κάτω και να σε πατάει, ξανά και ξανά χωρίς σταματημό; Μα γιατί ήσουν τόσο αδύναμη; Ακόμα να το καταλάβω. Εγώ δε σε ήξερα έτσι.
Τα λόγια σου λιγόστεψαν, το ίδιο κι η υπομονή σου, τα δάκρυα έτρεχαν σαν ποτάμι κάθε βράδυ και μόνο το μαξιλάρι σου σ’ άκουγε να κλαις με λυγμούς. Κανένας άλλος.
Μέχρι που συνήθισες τον πόνο στο τέλος. Μούδιασε η σκέψη σου και κλείστηκες στον εαυτό σου. Μπήκες σ’ ένα πρόγραμμα που σε απομόνωσε απ’ τους ανθρώπους και συνέχισες τη καθημερινότητά σου σχεδόν όπως όλοι οι άλλοι. Φάση αποτοξίνωσης, το βάφτισες.
Έκανες ρεκόρ στις ώρες που κοιμόσουν και το φαγητό έγινε ο καλύτερος σου φίλος. Πόσο πάτο έπιασες ρε συ; Βαρέθηκα να σε βλέπω. Κι ίσως τώρα που σε βλέπω καλά να πήρα το θάρρος να στα πω όπως είναι.
Θυμάμαι το θυμό που ένιωθες κι αυτά τα νεύρα σου που χτυπούσαν κόκκινο ώρες-ώρες. Τον καταριόσουν μέρα νύχτα και τον έκανες χειρότερο εχθρό σου γιατί έτσι σε βόλευε. Να μισείς τον άνθρωπο που σ’ έφτασε σε αυτό το στάδιο. Δε σε βόλευε ν’ αποδεχτείς την κατάσταση και να τ’ αφήσεις όλα πίσω σου. Πνιγόσουν σε μια κουτάλια νερό κι αυτό από δική σου επιλογή.
Ευτυχώς που πλέον, τα θυμάσαι όλα χωρίς να πονάς. Και νιώθω περηφάνια για σένα που κατόρθωσες κάτι τέτοιο. Δε θυμώνεις, δε δακρύζεις και δεν τα σπας όλα απ’ τα νεύρα σου. Πάλι καλά.
Την ευθύνη γι’ αυτά την έχει μόνο ο χρόνος. Μόνο αν τον αφήσεις να περάσει θα κλείσουν εντελώς οι πληγές σου. Πόσες φορές στο είπα, θυμάσαι; Πόσο τον αγάπησες κι αυτόν; Πόσο απαραίτητος σου έγινε για να ξεχάσεις ό,τι σε πίκρανε;
Χαίρομαι που πλέον η πρώτη σκέψη που κάνεις κάθε πρωί είναι ο εαυτός σου. Χαίρομαι που σ’ αγαπάς πάλι και μου αρέσει όταν σε βλέπω να γελάς δυνατά κι αληθινά. Ευχαριστώ το σύμπαν που άδειασαν τα αρνητικά συναισθήματα από μέσα σου και που επιτέλους κατάφερες να συγχωρέσεις έναν άνθρωπο, που στην τελική δε φταίει που δεν είχε τίποτα να σου δώσει. Ευτυχώς το κατάλαβες κι αυτό.
Μέσα σου πλέον κολυμπάνε μόνο όμορφες σκέψεις κι η ιδέα ότι θα ξαναπέσεις δε σε τρομάζει. Γιατί γέμισες τον εαυτό σου με δύναμη κι επιμονή για ένα όμορφο και καλύτερο αύριο. Σε βλέπω να λάμπεις από χαρά κάθε μέρα κι αναρωτιέμαι αν όντως είσαι εσύ.
Σου πήρε πολύ καιρό για να καταστρέψεις όλα τα αρνητικά συναισθήματα που κυριαρχούσαν μέσα σου και για ν’ αποβάλεις όποια τοξική σκέψη περιτριγύριζε το μυαλό σου. Δεν πειράζει που άργησες, όμως, το ‘ξερα πως θα τα κατάφερνες κάποια στιγμή.
Επιτέλους το συγχώρεσες. Και ξέρω πως, έστω για μια φορά, το έκανες για σένα. Χαίρομαι που είσαι καλά. Αλλά δε θέλω να χανόμαστε. Μη σταματάς να μου μιλάς σε παρακαλώ. Μη μου ξανακλείσεις την πόρτα, γιατί σε γνωρίζω σαν τη παλάμη του χεριού μου και για όσο μιλάμε εμείς οι δυο, πάντα θα βρίσκουμε την άκρη. Μην το ξεχνάς αυτό εαυτέ μου.
Επιμέλεια Κειμένου Λώρας Καρδακάρη: Ιωάννα Κακούρη