Πολλοί έχουμε βρεθεί σε μια αντιπαράθεση με έναν άνθρωπο για μας σημαντικό. Όλοι έχουμε πει ή έχουμε κάνει κάτι, που έχει παρερμηνευτεί και το ‘χουν πάρει στραβά. Εμείς, όμως, ξέρουμε πώς το είπαμε ή για ποιο λόγο το κάναμε. Κι ενώ δεν είχαμε κανέναν απολύτως κακό σκοπό, βρισκόμαστε κολλημένοι σ’ έναν τοίχο να μας πετάνε πέτρες γιατί παρεξήγησαν τις προθέσεις μας, τα λόγια ή τις πράξεις μας.

Αναρωτιόμαστε πού φταίξαμε, τι κάναμε λάθος. Πολλές φορές ακόμα βάζουμε τα κλάματα, βρίζουμε, κοπανάμε πόρτες και ντουλάπες, γιατί νευριάζουμε πρώτα με τον εαυτό μας κι ύστερα με αυτόν που δεν κατάλαβε. Κι ενώ προσπαθούμε να τους κάνουμε να καταλάβουν, εκείνοι σηκώνουν την επόμενη πέτρα για να μας την ρίξουν.

Κάποια στιγμή ματώνουμε κι εκεί χρειάζεται να αντιδράσουμε με άμυνα. Πολλές φορές αυτή η άμυνα είναι η απολογία μας, χωρίς να φταίμε στην τελική. Ζητάμε συγγνώμη ή προσπαθούμε να πούμε κάτι παρηγορητικό κι ανακουφιστικό για τον άλλον, ώστε να πάρουμε όλο το φταίξιμο στους ώμους μας, για ακόμα μια φορά, και να μην εντείνουμε τον τσακωμό. Προτιμούμε να κάνουμε πέρα τον εγωισμούλη μας και να πούμε ένα «έχεις δίκιο» –ακόμα κι αν ο άλλος έχει τελείως άδικο– παρά να ρίξουμε κι άλλο λάδι στη φωτιά, ρισκάροντας να χάσουμε έναν άνθρωπο δικό μας.

Μα αν δε βάλουμε νερό στο κρασί μας, αν δε ρίξουμε τον εγωισμό μας, μπορεί η κατάσταση να ξεφύγει, κι εμείς δε θέλουμε ούτε να σκεφτόμαστε να ψυχραθούν οι σχέσεις μας με αυτό το πρόσωπο. Οπότε, ναι, για να αποφύγουμε  πιθανές δυσάρεστες καταστάσεις, θα απολογηθούμε -ακόμα και χωρίς να φταίμε. Εγκλωβίζουμε με λίγα λόγια το πρόβλημα μέσα στην απολογία μας χωρίς να ‘χουμε ουσιαστική ευθύνη.

Πράττουμε καλώς ή κακώς που λειτουργούμε έτσι; Σε μερικές περιπτώσεις αποδεικνύεται καλή απόφαση. Σε άλλες όχι και τόσο. Ανάλογα το πρόβλημα και τη διάστασή του. Σχετίζεται με την αξιοπρέπειά μας, αλλά επειδή πάντα στη μέση μπαίνει το συναίσθημα πράττουμε κάπως ανεξέλεγκτα.

Αν ο άλλος δεν καταλαβαίνει με καμία δύναμη, δεν μπορείς δυστυχώς να του ανοίξεις το κεφάλι του και να του βάλεις μέσα την αλήθεια σου. Κι εντάξει να μην καταλαβαίνει μία φορά, αλλά αν δεν καταλαβαίνει ποτέ, τότε ή χαζός είναι ή απλά θέλει να βγαίνει πάντα από πάνω.

Η δική μας τώρα αντίδραση έχει να κάνει με την επίθεση που δεχόμαστε. Αν είναι πολύ έντονη, με κατηγορίες σκληρές ενώ δεν έχουν βάση, δε χρειάζεται καμιά απολογία. Δε μας σέβεται ο άλλος όταν μας επιτίθεται έντονα και μας αδικεί, βγάζοντας συμπεράσματα χωρίς να μας ακούσει. Κι αφού ο σεβασμός κινείται στο μηδέν, δεν αξίζει σ’ αυτόν τον άνθρωπο μια θέση στη ζωή μας. Επομένως δεν υπάρχει και κανένας λόγος για απολογίες και συγγνώμες σε κάποιον που δε μας υπολογίζει.

Η υπερβολική τάση μας για απολογία, απ’ την άλλη, μπορεί επίσης να αποτελέσει δείκτη πιο σοβαρών προβλημάτων. Είναι σαν ένα αντανακλαστικό του (ενοχικού) ανθρώπου. Φανταστείτε το σαν ένα τικ. Δε χρειάζεται, όμως, να απολογούμαστε για τα ενδιαφέροντά μας, επειδή ρωτήσαμε κάτι για πολλαπλή φορά, για τις ιδιορρυθμίες μας, επειδή εκφράσαμε τη γνώμη μας, επειδή θέλουμε λίγο χρόνο μόνοι μας, επειδή δε θέλουμε να κάνουμε κάτι ή επειδή είχαμε μια άτυχη στιγμή. Όλα αυτά ένας άνθρωπος που ισχυρίζεται πως μας αγαπά, εννοείται πως τα δέχεται και τα κατανοεί.

Το συμπέρασμα στην όλη ιστορία είναι πως το να απολογηθούμε χωρίς να φταίμε, μας οδηγεί, ναι μεν, στην αποτροπή τυχόν εντάσεων, παράλληλα όμως ρίχνει την αυτοεκτίμησή μας.  Θα πρέπει, λοιπόν, να σκεφτούμε μερικά πράγματα πριν χαρίσουμε εκείνη τη συγγνώμη μας.  Να σκεφτούμε αν αξίζει να απολογηθούμε στον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, τι θα κερδίσουμε από αυτό κι αν αυτό που θα κερδίσουμε είναι απλώς προσωρινό.

Γιατί το να απολογηθούμε για κάτι χωρίς να φταίμε θα φτιάξει τα πράγματα.

Για πόσο, όμως, δεν ξέρουμε, όπως και τι παραπάνω θα χρειαστεί να ανεχτούμε και να φορτωθούμε την επόμενη φορά.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Καλαλές
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη