Έλα, κόψε την πλάκα. Δεν είσαι εσύ για ‘μένα, όπως ούτε κι εγώ για ‘σένα. Αφού το ξέρουμε κι οι δυο. Αλλά τι στο καλό λέω κι εγώ, εφόσον ξέρω μέσα μου πως δεν κάνω πλάκα; Κοίτα να δεις που κάτι άλλαξε και τρέμω να το παραδεχτώ.
Ξεκίνησε ως κάτι αόριστο και γενικό. Ένα ακόμα αίτημα φιλίας κι είπα ας το δεχτώ μωρέ, σιγά το πράγμα. Κατευθείαν, όμως, είχα μήνυμά σου, ήθελες να με ρωτήσεις κάτι. Πληροφορίες ζητούσες, τόσο απλά. Σου είπα τα πάντα. Ήταν σαν να σε γνώριζα καιρό, ένιωθα πως ήθελα να βοηθήσω, να σου πω πού να μείνεις, πού να πας να πιεις ένα ποτό και πού θα έβρισκες το καλύτερο φαγητό. Σε πρόσεξα ιδιαίτερα κι όλη η αύρα που υπήρχε ακόμα και μέσα στη γραφή σου, έκανε τη συζήτηση πολύ ενδιαφέρουσα.
Κι από ‘κείνη τη μέρα μιλούσαμε, κάθε μέρα. Ερχόμασταν όλο και πιο κοντά κι ας είναι τα χιλιόμετρα που μας χωρίζουν πολλά. Ήξερα ότι θα σε έβλεπα το καλοκαίρι κάποια στιγμή μπροστά μου. Δεν έκανα περίεργες σκέψεις, ούτε πονηρές, άλλωστε, δεν τρέφω κάτι ερωτικό για ‘σένα. Πώς γίνεται να το κάνω άλλωστε, από τη στιγμή που δε σ’ έχω δει, όπως κι εσύ, δει πέρα από φωτογραφίες, βίντεο ή και βιντεοκλήσεις.
Ωραία τέρμα τ’αστεία τώρα. Ο έρωτας δεν τα κοιτάει αυτά. Ένα τέτοιο συναίσθημα είναι δυνατό να εκμηδενίσει τις αποστάσεις, να κάνει το λογισμό σου να φαντάζει τρελό αφρισμένο άλογο κι όλα γύρω είναι τρομακτικά περίεργα κι όμορφα μαζί. Μήπως, τελικά, ανατρέπονται όλα όσα είπα προηγουμένως; Kι από την πλάκα περάσαμε έτσι απλά κι αθόρυβα στα σοβαρά. Να ανακαλύπτουμε ότι τελικά είσαι για ‘μένα κι εγώ για ‘σένα. Ξέρω πως τώρα ό,τι ειπωθεί το εννοώ όπως κι εσύ.
Αρχίσαμε να κάνουμε σχέδια για το πώς θα περάσεις τις διακοπές σου μαζί μου. Κοίτα να δεις ε; Ένα απλό μήνυμα πόσο εύκολα μετατρέπεται σε σχέδια και όνειρα. Συζητάμε πλέον για το πού θα σε πάω να φας το καλύτερο φαγητό, για το πού θα σε πάω να χορέψεις, να περάσεις όμορφα και για το πότε θα σε δω.
Ανταποκρίνεσαι στο έπακρο, δίνοντας στο όλο πράγμα μια υπέροχη τροπή. Μια ανατροπή που δημιούργησε την έντονη θέλησή μου να σε δω νωρίτερα. Χωρίς να σε έχω μυρίσει, χωρίς να ξέρω πώς ακούγεται η φωνή σου το πρωί, πώς γελάς αυθόρμητα, πώς αντιδράς στα πειράγματά μου, εγώ να, κάπως, σε ξέρω.
Κι όμως, όλα γίνονται. Όλα ανατρέπονται. Ερωτεύεσαι και θες να μιλάς μαζί με το πρόσωπο αυτό ως το πρωί, ώρες ατελείωτες, αναλύοντας τα πάντα, για ενδιαφέροντα για το πώς ήταν η μέρα σας, για το τι φάγατε, τι κάνατε, για σεξ, για όνειρα. Ακόμα και για το πόσο ταιριάζετε σ’ όλα αυτά. Έτσι κι εμείς ταιριάξαμε, ή έστω, φαίνεται να ταιριάζουμε. Πού βρίσκεσαι όμως και πού βρίσκομαι; Γιατί δεν είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο να τα συζητάμε αυτά; Να σε βλέπω και να με βλέπεις. Ψάχνω λύσεις καθημερινά να σε φέρω κοντά μου και να έρθω πιο κοντά σου.
Απ’ τη μία είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν και πολλές εναλλακτικές και σκέφτομαι μήπως είναι καλύτερα να κοπεί όλο αυτό, όπως άρχισε. Απ’ την άλλη, όμως, είναι τόσο όμορφο, τόσο ουτοπικό που δε θέλω να το αφήσω. Δε θέλω να σε αφήσω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου