Επανασύνδεση. Έχουμε διαβάσει τόσα, έχουμε αναλύσει δυο φορές περισσότερα, έχουμε ακόμη γράψει για την πιθανότητα αυτής. Για το πώς μπορεί να επιτευχθεί και για το αν είναι δυνατό να γίνει πράξη. Πάντοτε όμως έχοντας ως γνώμονα το να γίνεται με έντιμους τρόπους κι εφόσον το επιθυμούν και οι δυο πλευρές. Την είδαμε να πετυχαίνει αφού τη δεύτερη φορά «ξέρουμε καλύτερα». Την είδαμε επίσης να μην πηγαίνει καλά αφού ενώ ξέραμε, επιμέναμε. Αυτό που ίσως δεν έχουμε σκεφτεί αρκετά είναι οι περιπτώσεις όπου το ένα από τα δύο μέρη προσπαθεί υπογείως να «ξεγελάσει» το άλλο άτομο προς την επανασύνδεση.
Όταν δυο άνθρωποι χωρίζουν, τις πιο πολλές φορές είναι απόφαση του ενός. Είτε επειδή ο ένας δεν επιθυμούσε αυτή την κατάληξη, είτε επειδή δεν έχει εξοικειωθεί ακόμα μαζί της. Η διαδικασία της άρνησης λοιπόν περνά από διάφορα στάδια κι ένα εξ’ αυτών είναι το να προσπαθούμε να καθοδηγήσουμε με ύπουλους τρόπους το άλλο άτομο σε μια δεύτερη προσπάθεια. Πώς γίνεται αυτό; Θα μπορούσε, άλλωστε, κάποιος να πει πως, εφόσον ο καθένας έχει επίγνωση των πράξεών του, επιλέγει και το κάθε βήμα του. Κι εγώ θα σας πω πως όταν βρεθεί η κατάλληλη -κατά προτίμηση ευάλωτη- στιγμή αλλά κι ο πιο έξυπνος χειρισμός, όλα μπορούν να συμβούν.
Για παράδειγμα, το άτομο το οποίο δεν έχει αποδεχτεί ότι οι δρόμοι των δύο έχουν χωριστεί, πιθανόν να καραδοκεί για να ξανακερδίσει αυτόν που τού έφυγε. Ανάμεσα στα ίσως αναπάντητα μηνύματα θα δούμε απελπισμένες προσπάθειες που περιλαμβάνουν επίκληση στο συναίσθημα του άλλου για να τον ξαναφέρουν κοντά. Θα ‘ναι η αφορμή μιας δύσκολης στιγμής που θα προφασιστούμε πως εκείνο το άτομο -που όπως και να το κάνουμε- μας ξέρει καλά κι έτσι θα τρέξουμε σ’ αυτό για παρηγοριά ή μια συμβουλή. Έχοντας ως μοναδικό σκοπό το παραπάνω, εμείς, θα σχεδιάζουμε ήδη πώς θα μετατρέψουμε την παρηγοριά σε τρυφερότητα και τη συμβουλή σε ερωτισμό.
Ή έστω ότι το άλλο άτομο είναι που περνά μια δύσκολη φάση κι εμείς με κάποιο τρόπο το γνωρίζουμε, είτε μέσω κοινών γνωστών, είτε πλέον μέσω της κοινωνικής δικτύωσης. Θα τρέξουμε να του προσφέρουμε «έναν ώμο για να ξεκουραστεί». Παράλληλα, χωρίς να το γνωρίζει, θα τρέξουμε κι άλλα μέσα όμως, όπως είναι η αναπόληση των στιγμών μας ως ζευγάρι, μια κοινή μας ιστορία απ’ τα παλιά, ένα τραγούδι. Όλα για να πετύχουμε την πυροδότηση συναισθημάτων που δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι έχουν πια σβήσει.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ίσως μοιραζόμαστε με την πρώην σχέση μας μια κοινή παρέα. Μια παρέα που μετά το χωρισμό θα προσπαθήσει να μη φέρει κανένα μέρος σε δύσκολη θέση κι έτσι θα συναντιέται με τον καθένα ξεχωριστά. Αυτό όμως είναι κάτι που δε θα προτιμήσουμε εφόσον βρισκόμαστε «τυχαία» στην παρέα αυτή κι όσο γίνεται πιο κοντά στο στόχο μας που δεν είναι άλλος από το συγκεκριμένο άνθρωπο. Έτσι επιδιώκουμε όλο και πιο συχνές κοινές εξόδους, με σκοπό να είμαστε μέρος της ζωής του. Κάτι ίσως τραβηγμένο, όταν πρόκειται για σχέση η οποία διήρκησε κάποιο μεγάλο χρονικό διάστημα κι έτσι γνωρίσαμε άτομα του στενού και πολλές φορές οικογενειακού περιβάλλοντος, είναι να προσπαθούμε να διατηρήσουμε μ’ αυτά επαφές σαν να μη συνέβη ποτέ ο χωρισμός. Με την πρόφαση ότι κάπως έχουμε έρθει κοντά ή ότι νοιαζόμαστε για το τι συμβαίνει στη ζωή τους, τα νέα τους, κάτι σημαντικό που θέλουν να μοιραστούν, μαθαίνουμε και τα νέα της πρώην σχέσης μην αφήνοντας χώρο στο άτομο.
Μια επανασύνδεση είναι 100% εφικτή όταν και τα δύο άτομα γνωρίζουν ότι επιθυμούν να κάνουν άλλη μια προσπάθεια. Τίποτα μεμπτό δεν υπάρχει σ’ αυτό εφόσον προηγηθεί μια εξήγηση του τύπου «Θες να το πάμε απ’ την αρχή;» με τον κίνδυνο βέβαια η απάντηση να είναι αρνητική. Καλύτερα όμως έτσι, παρά να κινούμαστε μέσα από ύπουλες οδούς, υποτιμώντας τη νοημοσύνη ενός ανθρώπου που υποτίθεται πως θέλουμε πίσω για πολλούς λόγους αλλά κι επειδή τον εκτιμούμε. Ποια εκτίμηση όμως υπάρχει όταν θεωρούμε πως στην ουσία θα τον ξεγελάσουμε και θα τον «καταφέρουμε» να γυρίσει πίσω;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου