«Έχει ο καιρός γυρίσματα», το είπε κι η Βανδή. Τι το ‘θελε; Τσακωμοί, χωρισμοί, φυγές, γυρίσματα, πισωγυρίσματα, κωλοτούμπες. Θέατρα και δικαιολογίες του τύπου: «Δεν ήμουν εγώ τον τελευταίο καιρό -ήταν ο δίδυμος ξάδερφός μου απ’ το Κολοκοτρωνίτσι», «Βρε χαζό, αφού σ’ αγαπάω, δεν τα εννοούσα αυτά που είπα», «Δεν έχω μάτια για άλλη, όταν έφυγα το συνειδητοποίησα», κι άλλα τέτοια χαζά που τα χάφτουν κάτι άλλα χαζά, ή μάλλον τυφλά κι ερωτευμένα!
Ο λόγος, λοιπόν, για τα ατομάκια εκείνα που, τελικά, την έκαναν απ’ τη ζωή μας. Άλλοι ξαφνικά κι απροειδοποίητα, με το «έτσι θέλω», άλλοι επειδή ‘καναν τη μαλακία τους ή έστω την κάναμε μαζί.
Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, το θέλαμε ή όχι, για κάποιο λόγο γίνονται όλα. Όλη η ζωή μας, έτσι κι αλλιώς, είναι μια δοκιμασία ή μάλλον μια πίστα σ’ ένα virtual reality video game, που για να πάμε στο επόμενο επίπεδο πρέπει να περάσουμε από κάποια δύσκολα σημεία. Όσο περνούν τα χρόνια, όλο κι ανεβαίνουμε level, γινόμαστε πιο δυνατοί και ξεπερνάμε πιο εύκολα τα εμπόδια. Πάντα, όμως, κάπου κολλάμε.
Αν ταυτίζεσαι, είναι γιατί όλοι το ‘χουμε δει το εργάκι. Όπως κι εκείνες τις εξαιρετικές ψευδαισθήσεις, όταν σου έλεγες κάποτε πως αυτός ο άνθρωπος δε θα φύγει ποτέ, πως είσαι μια χαρά που επιτέλους βρήκες κάτι σωστό, αλλά –guess what– έφυγε! Αυτό έμαθαν να κάνουν οι άνθρωποι, όταν τους πνίγουν οι τάσεις φυγής τους ή απλά όταν ζορίζουν λίγο τα πράγματα
Κι αφού εκείνοι φύγουν, εμείς σκεφτόμαστε τον γυρισμό τους. Κι όλο κοιτάμε τα ρολόγια, περιμένοντας να ξυπνήσουμε μια μέρα και να ‘ναι όλα ένα ψέμα. Να ‘χει επιστρέψει σε εμάς, στα μέρη που αγάπησε κι αγαπήθηκε. Κι ενώ αυτή η σκέψη μας πιστεύουμε πως μας παρηγορεί, στην ουσία είναι ό,τι πιο λάθος μπορούσαμε να ταΐσουμε το μυαλό μας.
Κάποιοι δε γυρνάνε ποτέ. Και σε μερικές περιπτώσεις αυτό είναι πολύ καλύτερο απ’ το να γυρνούσαν. Ακόμα κι αν αρνούμαστε να το καταλάβουμε και να το παραδεχτούμε, τίποτα δε γίνεται τυχαία κι όσοι φεύγουν ‘καναν καλά που δε ‘μειναν. Όταν παίζεις με το νήμα που ‘χει πάνω του γραμμένη τη μοίρα σου, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να πληγωθείς ξανά και ξανά. Η διαδρομή έχει γραφτεί, θες-δε θες…
Εξάλλου, τι να τις κάνεις τις επιστροφές; Κι ας πούμε πως γυρνάει, μόνο για να ικανοποιήσεις τον εγωισμό σου, για να επιβεβαιωθείς, για να γλυκάνεις την απόρριψη, πιστεύεις πως θα ‘ναι ο ίδιος άνθρωπος; Γελάνε και τα μπουκάλια που θα αδειάζεις μετά. Γιατί όσοι γυρνάνε, επιστρέφουν τρεις φορές χειρότεροι.
Θα φας ξανά τις ίδιες απογοητεύσεις, και πολλές φορές μάλιστα. Αυτό θες; Να μπλέξεις ξανά σε αδιέξοδες καταστάσεις; Να γυρίσεις στα παλιά, τα γνώριμα, εκείνα που δεν άντεξαν και δε σου άξιζαν, για να μην ξεβολευτείς να αλλάξεις σελίδα και να τα διαγράψεις όλα;
Τσακωθήκατε, φωνάξατε ο ένας στον άλλον, χωρίσατε. Γύρισε, τσακωθήκατε ξανά μετά από ένα διάστημα, φωνάξατε ξανά ο ένας στον άλλον μετά από ένα διάστημα, χωρίσατε ξανά, όμως κάποιος δε γύρισε αυτή τη φορά. Ίσως επειδή θα γινόταν πάλι το ίδιο, γιατί το σκηνικό θα επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά.
Τον κυνήγησες, τον έψαξες, δε σε κυνήγησε, δε σε έψαξε. Νοιάστηκες γι’ αυτόν επειδή –ναι, ξέρω– αγαπάς. Αυτός, όμως, δε νοιάστηκε ξανά. Προχώρησε. Εσύ έμεινες στάσιμος για καιρό, δεν ήθελες τίποτα. Σε ενοχλούσε ακόμα η φυγή του. Δεν ήθελες να ακούσεις τίποτα από κανέναν. Όλες οι ισορροπίες μέσα σου είχαν γκρεμιστεί. Γκρεμίστηκαν για έναν άνθρωπο που δε σε έψαξε. Τσάμπα κόπος. Μέχρι που επιτέλους απομυθοποίησες πρόσωπα και καταστάσεις κι είδες την πραγματικότητα, μέχρι που κατάλαβες πως χώρια είσαι καλύτερα.
Θέλουμε χρόνο μέχρι να πάθουμε ανοσία στη φυγή και στην απώλεια του κάποτε ανθρώπου μας, μέχρι να πάψει να μας νοιάζει αν θα γυρίσει, μέχρι να συνειδητοποιήσουμε πως είναι καλύτερα που δεν επέστρεψε, μέχρι να ευχηθούμε να μη γυρίσει ποτέ, τώρα που βρήκαμε ξανά τον εαυτό μας.
Νικητές και χαμένοι; Μάντεψε! Εσύ κέρδισες, εκείνος έχασε. Δεν πρόκειται να σε βρει πουθενά αλλού, και να ξέρεις μέσα σου πως σίγουρα σε ψάχνει σ’ άλλα μάτια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη