Και ναι και όχι. Και θέλω και δε θέλω. Και χλωρό και ξερό και τα διλήμματα σωρό. Κι έτσι και γιουβέτσι. Πάντως το σπίτι πρέπει να το πάρει η Ελένη», ήταν η ατάκα της «Πέγκυς» στο «Κωνσταντίνου & Ελένης» που μεγαλώσαμε μαζί του και ξαναμεγαλώσαμε και ξαναμεγαλώσαμε γιατί το ‘χε βάλει ίσα με 20 χρόνια σε επανάληψη.
Έτσι λοιπόν υπάρχει και το «σε θέλω μα δε σε θέλω» αλλά δεν είναι από αναποφασιστικότητα. Είναι στρατηγική, είναι σχέδιο κατάκτησης, είναι μια τακτική που θα σου γλυτώσει χρόνο απ’ τον κόπο σου για να καταλάβεις αν σε θέλει ή όχι. Είναι συστηματάκι ποδοσφαίρου ρε παιδί μου 2-3-5 (2 αμυντικοί, 3 μέσοι, 5 επιθετικοί) που αμέσως μετά από μια φάση το γυρνάς σε άμυνα 5-4-1.
Είναι λοιπόν ένα παιχνίδι που θα σου δείξει σε λίγο χρόνο, αν σε θέλει ή όχι. Το παιχνίδι αυτό όμως θέλει επιμονή, υπομονή και πρέπει να ξέρεις πολύ καλά πώς να το παίξεις γιατί κρύβει πολλές παγίδες που ίσως ξενερώσουν το άτομο που σε ενδιαφέρει. Θα φέρει μια μικρή «ερωτική κόντρα» ανάμεσά σας και θα μαρτυρήσει έντονες αντιδράσεις καλές ή κακές. Θα σου δώσει να καταλάβεις τι θέλει ο άνθρωπος που ενδιαφέρεσαι κι εσύ από ‘κει κι έπειτα πράττεις αναλόγως. Είναι ένα παιχνίδι που εκτός από μαρτυρίες αντιδράσεων, μαρτυρεί επίσης μεγάλες αλήθειες που ίσως μερικές από αυτές δε θα σου αρέσουν καθόλου. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα για το πώς παίζεται:
Ξεκινάμε με τη γνωστή κοινή μας παρέα. Μέσα στην παρέα υπάρχει το «θύμα» που εμείς γουστάρουμε. Σε πολλές συναντήσεις μας υπάρχουν τα κλασικά «σου-ξου-μου» κι αστεία και δείχνουμε ότι περνάμε καλά. Υπάρχουν και οι ματιές, αυτές οι ματιές που δεν ξέρεις ακριβώς τι είναι και είσαι σε φάση «Τώρα με γουστάρει ή είναι αλλήθωρος;» και συνεχίζεις να δίνεις σημασία σε αυτό που έκανες γιατί δεν μπορείς να βγάλεις άκρη. Οι ματιές όμως συνεχίζονται κι όλως παραδόξως κρύβουν ένα μικρό ναζάκι μέσα. Αρχίζεις να σταυροκοπιέσαι, να μην ξέρεις τι σου γίνεται και να ψάχνεις να βρεις απαντήσεις. Στην επιστροφή για το σπίτι, αφού μπεις στο αμάξι σου, στέλνεις κατευθείαν στο κολλητάρι το κλασσικό μήνυμα: «Ρε λες να γουστάρει;» που είναι σε φάση «Πέγκυς».
Οπότε εσύ ξεκινάς την τακτική «δενξέρωτιθέλω». Στις επόμενες συναντήσεις ανταποκρίνεσαι σ’ αυτές τις ματιές που παίζονται και προσπαθείς να καταλάβεις πού το πάει. Το παιχνίδι αρχίζει να γίνεται λίγο πιο ενδιαφέρον καθώς συζητάτε και μόνοι σας, εκτός παρέας με μηνύματα μέχρι το πρωί. Κάποιες συμπεριφορές δε σου δείχνουν ακριβώς τι έχει στο μυαλό του κι αν αποσκοπεί σε κάτι φιλικό. Οπότε τούμπα όλα και γυρνάμε στην άμυνα.
Αρχίζεις να απαξιώνεις τις ματιές, αγνοείς μηνύματα και τσεκάρεις να δεις αντιδράσεις. Με το πρώτο «παράπονο», πάρε τα πάνω σου, σημαίνει ότι το πρόσεξε κι άρα ενδιαφέρεται. Το θέμα όμως δεν είναι να δούμε αν σε θέλει. Το θέμα είναι να δούμε κι ως τι σε θέλει. Για ένα βράδυ; Για πολλά; Για όσο πάει; Του αρέσει η παρέα σου και θα βρεθείς friendzone απ’ το πουθενά ή όντως γουστάρει και θέλει να περάσει τον χρόνο του μαζί σου; Άλλο το να θέλει κάποιος να περάσει χρόνο μαζί σου κι άλλο, τον χρόνο του, μαζί σου. Μεγάλη διαφορά που τους πιο πολλούς μάς μπερδεύει και τρώμε τα μούτρα μας.
Όπως λοιπόν θα παίζεις την άμυνά σου, σίγουρα θα πέσει στο τραπέζι το ραντεβουδάκι. Εσύ θα το αγνοήσεις αρνούμενος ευγενικά. Η αντίδραση σε αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντική. Εάν το πάρει καλά κι επιμείνει στο «άλλη φορά» θα προσπαθήσει να το επιτύχει. Αυτό είναι ένα πολύ καλό σημάδι ότι σε θέλει κι εκεί μπορείς απλώς να πατήσεις το κουμπί «έξοδος» απ’ το παιχνίδι, οπότε να το πάτε όπως σας πάει. Αν δεν επιμείνει και δε σου ξαναστείλει, πάει να πει ότι δεν προσπάθησε ιδιαίτερα να σου δείξει ενδιαφέρον και το άφησε στην τύχη του. Ίσως να σε άφηνε κι εσένα έτσι απλά μετά το μεξ-φεξ (πώς το λέτε εσείς οι νέοι).
Κι έτσι τελειώνει το παιχνίδι με εσένα να ‘χεις πάρει τις απαντήσεις που θες ώστε να ξέρεις και πώς να κινηθείς. Σημασία έχει να παίζεις έξυπνα κι αποτελεσματικά γιατί μετά από ένα σημείο δε χωράνε μεγάλα ρίσκα, μεγάλα λόγια και μεγάλες υποσχέσεις. Θέλουμε αυτό που συναντούμε να είναι αληθινό κι ευθύ, γιατί έχουμε κουραστεί από άδοξους έρωτες και φεγγάρια που μας είχαν τάξει. Ωραία τα παιχνίδια, αλλά όχι για πάντα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου