«Βάλε δυο ποτά κι έλα να στα πω, φιλαράκι. Βάλε μου ένα λευκό κρασί, δώσε μου ένα τσιγάρο κι ένα τασάκι. Κάθισε απέναντί μου κι όσο μπορείς, άκουσέ με.»
Ο ακροατής μου με κοιτάει σαν να καταλαβαίνει τον νταλκά μου. Η ατμόσφαιρα σχεδόν αποπνικτική∙ ντουμάνι παντού, από σκέψεις και καπνό. Μυρωδιές του κρασιού, του τσιγάρου, των αναμνήσεων.
«Φίλε, απλά ήθελα να της προβάλλω ένα έργο. Μια σειρά, βασικά, που κάθε καινούριο επεισόδιο που θα ‘βλεπε θα ήταν ακόμα καλύτερο απ’ το προηγούμενο. Φίλε, ήμουν απλά η τηλεόρασή της κι εκείνη κρατούσε το τηλεκοντρόλ. Κι ενώ μόλις είχε τελειώσει μια σειρά που έβλεπε κι ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα, έβαλε αμέσως την επόμενη, τη δική μου. Ενθουσιάστηκε πολύ με το πρώτο επεισόδιο. Δεν έχανε ευκαιρία να δει το επόμενο.
»Της άρεσε να πατάει παύση και να κάνει ερωτήσεις για συγκεκριμένες σκηνές, εκείνες που δεν καταλάβαινε ή που της φαινόντουσαν ιδιαίτερα όμορφες. Κι εγώ της απαντούσα. Κάθε μου απάντηση ήταν έτοιμη, ξέροντας ήδη την ερώτηση.
»Αναρωτιέσαι πώς το έκανα αυτό. Δεν ξέρω, φιλαράκι. Δεν ξέρω, μπέσα. Σαν να ‘ξερα χρόνια αυτήν την ιστορία, σαν να την είχα αποστηθίσει τόσο που ήξερα ακριβώς τι θα γίνει μετά.
»Ήξερα πότε θα μου στείλει μήνυμα, πότε θα με πάρει τηλέφωνο. Πότε θα ξυπνήσει, πότε θα κοιμηθεί, πότε θα φάει χωρίς να μου πει καν “πάω να φάω”. Έτσι απλά. Είχα μάθει την καθημερινότητά της. Έβρισκα τόσο ενδιαφέρουσα τη ζωή της που την θαύμαζα.
»Ήξερα απ’ την αρχή το τέλος μας. Το ήξερα. Δεν έχει “γιατί” και “πώς”. Αφού εγώ έγραψα το σενάριό μας, το σενάριο της σειράς που έβλεπε. Ξέρεις τι δεν ήξερα, όμως; Πού άνηκε η ίδια, το μυαλό της, η καρδιά της, η σκέψη της, άσε το σώμα. Ναι, φίλε. Κανένας δεν ξέρει πού μπορεί να ανήκει η καρδιά ενός ανθρώπου. Κι η δική της, δυστυχώς ή ευτυχώς, ανήκε αλλού φιλαράκι. Βάλε μου ένα ακόμα, σε παρακαλώ.
»Ήταν το προτελευταίο επεισόδιο που έβλεπε. Συνεχώς μου έλεγε πόσο της αρέσει, πόσο την εξιτάρει όλη αυτή η πλοκή που έχει αυτή η σειρά. Και πόσο καλά είναι επιτέλους που βλέπει μια τέτοια σειρά. Και φτάνει το φινάλε, φίλε. Η επόμενη ημέρα ακριβώς. Βράδυ, γύρω στις 10, αν θυμάμαι καλά.
»Ανοίγει την τηλεόραση. Βάζει το επεισόδιο. Δεν περνάνε δέκα λεπτά και κοιτάει το τηλεκοντρόλ. Κάτι θα ‘γινε. Γιατί κοιτάει το τηλεκοντρόλ; Θα πατήσει παύση να κάνει κάτι και θα επιστρέψει να δει τη συνέχεια…
»Κοιτάει για μια τελευταία φορά την οθόνη. Ο πρωταγωνιστής της σειράς είχε ήδη δακρύσει. Κλείνει μονομιάς την τηλεόραση. Την αποσυνδέει απ’ την πρίζα. Την κουβαλάει μόνη της με αυτήν την ελάχιστη δύναμή της. Εκείνη, όμως, βαριά πολύ, φίλε μου, απ’ τις τόσες σειρές που ‘χε προβάλλει. Βγαίνει έξω στη βροχή με την τηλεόραση στα χέρια της και την αφήνει δίπλα στα σκουπίδια. Χωρίς κανένα δισταγμό. Χωρίς να θυμάται πόσα έζησε με αυτήν την τηλεόραση. Χωρίς να νοιάζεται για τα όμορφα θεάματα που της προσέφερε όλον αυτόν τον καιρό. Μια τηλεόραση ολοκαίνουρια στα σκουπίδια.
»Πηγαίνει στην αποθήκη της. Μια μικρή αποθήκη, φίλε, τόσο αποπνικτική, τόσο βρόμικη. Βγαίνει αγκαλιά με μια τηλεόραση παλιά. Πολύ παλιά, φίλε. Που το μόνο που μπορεί να της προβάλλει είναι ασπρόμαυρες ταινίες. Ταινίες δραματικές, λυπηρές. Οι ταινίες, όμως, τελειώνουν κάποια στιγμή.
»Τώρα καταλαβαίνεις γιατί δακρύζω, φιλαράκι μου; Με νιώθεις, το νιώθω. Μην κλαις…
Σήκω και περίμενε να ‘ρθει ο νέος σου ιδιοκτήτης. Αυτός που θα βάλει να δει το έργο σου και θα πετάξει το τηλεκοντρόλ στα σκουπίδια κι όχι εσένα.»
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη